Δεν έχω ζήσει τη φρίκη του πολέμου και δεν μπορώ να φανταστώ τι σημαίνει να καταστρέφονται όλα γύρω σου, να χάνονται χιλιάδες ανθρώπινες ζωές, να αφανίζονται οικογένειες και περιουσίες. Νομίζω, όμως, ότι ο πόλεμος αυτός είναι ίσως με ψυχολογικούς όρους διαφορετικός και με έναν ιδιότυπο τρόπο πιο τρομακτικός, πιο επίπονος και απάνθρωπα σκληρός.
Γιατί σε έναν κανονικό πόλεμο, ακόμη και μέσα σε όλη την αδιανόητη φρίκη και σκληρότητά του, η ανθρώπινη διάσταση με όλες τις εγγενείς ανάγκες της μπορεί να λειτουργεί ολοκληρωμένα. Ακόμη και ανάμεσα στα ερείπια και τους καπνούς μπορεί κανείς να αγκαλιάσει, να φιλήσει, να αγγίξει με κάθε τρόπο τον δίπλα του, να μοιραστεί τον πόνο, να προσπαθήσει να επουλώσει τις πληγές και να κρατήσει έτσι ζωντανή την ελπίδα. Μπορεί ελεύθερα να αναπνεύσει ο ένας την ανάσα του άλλου και να υποσχεθεί ένα καλύτερο αύριο.
Σε αυτόν τον πόλεμο όμως του κορονοϊού, όλα όσα μας κάνουν κυριολεκτικά ανθρώπους, οι βασικές εγγραφές στο DNA και στα κόκκαλά μας που είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, αυτή η έμφυτη ανάγκη μας να δίνουμε και να παίρνουμε αγάπη μέσα από αυτές, μπορεί να είναι ακόμη διαθέσιμες επιλογές που βρίσκονται διαρκώς δίπλα μας, όμως δεν επιτρέπεται να τις ενεργοποιήσουμε. Και αυτό είναι τραγικό.
Ο κορονοϊός δε σταμάτησε απλά τη ζωή μας. Μας απαγόρευσε να είμαστε άνθρωποι. Απενεργοποίησε βίαια τις πιο βασικές βιολογικές μας ανάγκες, κρατώντας μας ζωντανούς και φοβισμένους χωρίς να ξέρουμε τι να κάνουμε και πώς να αποσυμπιέσουμε τα πιο κρίσιμα συναισθήματα για την επιβίωσή μας.
Σε κανέναν άλλον πόλεμο οι άνθρωποι δε στερήθηκαν την επιλογή να αγκαλιάσουν τους αγαπημένους τους. Σε κανέναν άλλον πόλεμο οι άνθρωποι δεν έπρεπε να πεθαίνουν τελείως μόνοι.
Ο νέος αυτός ιδιότυπος πόλεμος όμως ίσως μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε ότι δε μας λείπει πραγματικά η αγορά, ο καφές, τα εστιατόρια ή τα ταξίδια. Όλα αυτά λειτουργούσαν τις περισσότερες φορές ως δικαιολογίες για να αποφύγουμε να αντιμετωπίσουμε πραγματικά τον εαυτό μας και τη ζωή μας. Αυτό που μας λείπει αφόρητα είναι η ανθρώπινη επαφή σε όλες τις εκφάνσεις και εκφράσεις της. Μας λείπει αυτό που μας κάνει κυριολεκτικά ανθρώπους.
Κι αν δε συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η ανθρώπινη σύνδεση είναι η πεμπτουσία της ανθρώπινης διάστασής μας, ότι συνδέεται και επηρεάζει κυριολεκτικά όλους τους δείκτες της υγείας μας τότε, όταν θα επιστρέψουμε στην «παλιά» κανονικότητα, όταν θα «πάρουμε πίσω τη ζωή μας», θα συνεχίσουμε δυστυχώς όπως και πριν να υποκρινόμαστε ότι ζούμε. Και θα χάσουμε τη σημαντικότερη ίσως ευκαιρία που μας δόθηκε ποτέ, να απαιτήσουμε και να δημιουργήσουμε μια νέα κανονικότητα όπου προτεραιότητα θα είναι πραγματικά ο άνθρωπος και οι ανθρώπινες σχέσεις.
(*) Ο Τάσος Μπάρμπας είναι
εκπαιδευτικός και ερευνητής