Η συζήτηση αυτή ξεκίνησε μετά την αναστολή -οριστική στο Twitter, προσωρινή στο Facebook και το YouTube- των αναρτήσεων του απερχόμενου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Πέρα από την κριτική που έχει ασκηθεί για τις αποφάσεις αυτές, τίθεται το ζήτημα των λύσεων που πρέπει να δοθούν για τον καλύτερο έλεγχο αυτών των μέσων.
Σύμφωνα με τον αρχηγό της Ανυπότακτης Γαλλίας Ζαν-Λικ Μελανσόν, «η συμπεριφορά του Τραμπ δεν μπορεί να αποτελεί πρόσχημα για τον έλεγχο της δημόσιας συζήτησης από τις GAFA (Google, Apple, Facebook και Amazon)». Η αρχηγός του Εθνικού Συναγερμού Μαρίν Λεπέν, πάλι, υποστήριξε ότι η αναστολή λειτουργίας του λογαριασμού του Τραμπ θα πρέπει να προκαλεί οργή σε κάθε οπαδό της δημοκρατίας.
Αντιδράσεις υπήρξαν όμως και στους κόλπους της πλειοψηφίας, με τον υφυπουργό Ψηφιακής Πολιτικής Σεντρίκ Ο να χαρακτηρίζει «στενόμυαλο» από δημοκρατική άποψη τον έλεγχο του δημοκρατικού διαλόγου από τα μεγάλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τη στιγμή που εκφράζονται εκεί δισεκατομμύρια πολίτες.
Προβληματική χαρακτήρισε τη συμπεριφορά του Twitter και η καγκελάριος Μέρκελ, λέγοντας ότι εναπόκειται στον νομοθέτη να καθορίσει το πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να γίνεται η επικοινωνία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τι μπορεί να γίνει; Το παράδοξο είναι ότι η Γαλλία, όπως και η Γερμανία, έχει ψηφίσει μια αμφιλεγόμενη νομοθεσία για τον έλεγχο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης: τον νόμο κατά του περιεχομένου μίσους στο Διαδίκτυο (Παρίσι, Μάιος 2020) και τον νόμο “NetzDG” (Βερολίνο, Ιανουάριος 2018).
Το γαλλικό κείμενο χαρακτηρίστηκε ιδιαίτερα αυστηρό, γιατί επέβαλε στις πλατφόρμες να αφαιρέσουν περιεχόμενο μίσους εντός 24 ωρών. Επενέβη το Συνταγματικό Συμβούλιο, που είδε μια «μη αναγκαία και δυσανάλογη επίθεση εναντίον της ελευθερίας της έκφρασης». Όπως και στη Γερμανία, οι επικριτές των νόμων ανησυχούν ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα λογοκρίνουν νόμιμο περιεχόμενο για να αποφύγουν τυχόν κυρώσεις.
Μετά την ήττα αυτή, η γαλλική κυβέρνηση εξετάζει την περίπτωση να υποχρεώσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να ακολουθούν διαφανείς διαδικασίες στον έλεγχο των κειμένων που λαμβάνουν και στη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων αυτών των ελέγχων.
Αυτή είναι η προσέγγιση και του ευρωπαϊκού ρυθμιστικού σχεδίου, του Digital Services Act, που παρουσιάστηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2020. Ο ίδιος ο επίτροπος εσωτερικής αγοράς Τιερί Μπρετόν χαρακτήρισε τον αποκλεισμό του Τραμπ «11η Σεπτεμβρίου του ενημερωτικού χώρου».
Ένα άλλο μέσο που εξετάζεται είναι η προσφυγή στη δικαιοσύνη, ώστε να αποφευχθεί η εγκαθίδρυση μιας «ιδιωτικής δικαιοσύνης» από τις μεγάλες αμερικανικές ιδιωτικές εταιρείες. Η Γαλλίδα βουλευτής Λετισιά Αβιά εργάζεται σε αυτήν την κατεύθυνση, επιδιώκοντας τη δημιουργία μιας «ειδικευμένης ψηφιακής εισαγγελίας» όπου θα μπορεί να προσφεύγει κανείς ηλεκτρονικά. Ο στόχος είναι η καταπολέμηση της ηλεκτρονικής διακίνησης μίσους.
Και σε αυτήν την περίπτωση θα κληθούν τα δίκτυα να συνεργαστούν, παραδίδοντας γρήγορα τα στοιχεία όσων διακινούν περιεχόμενο μίσους. Η Αβιά προτίθεται μάλιστα να ζητήσει από τα δίκτυα να στέλνουν στη δικαιοσύνη και το περιεχόμενο που αφαιρείται αυτομάτως από τους αλγόριθμούς τους.
Ένας τελευταίος άξονας προβληματισμού αφορά τις συζητήσεις: τη μεταρρύθμιση δηλαδή της τεχνικής αρχιτεκτονικής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να μειώνεται η πολλαπλασιαστική δύναμη των πιο δημοφιλών κειμένων, που συχνά είναι και τα πιο διχαστικά.
(*) O Aλεξάντρ Πικάρ
είναι αρθρογράφος της Monde