Του Δημήτρη Χατζηευθυμίου
ΕΚΤΟΣ από τους πολιτικούς, ευθύνες για την κρίση επιρρίφθησαν και στους συνδικαλιστές.
Προφανώς υπάρχουν σε μια μερίδα –και όχι όλους, όπως προφανέστατα αυτές δεν είναι του ιδίου μεγέθους. Ούτε καν ανάλογου. Τελευταία όμως επιχειρείται μια αποδόμηση της έννοιας αυτής καθεαυτής του συνδικαλισμού, η οποία κρύβει σκοτεινά κίνητρα και σκοπούς.
Μερικοί πολιτικοί προσπάθησαν να μας πείσουν ότι η ΔΕΗ «σπάει» και ένα τμήμα της εκποιείται, διότι οι συνδικαλιστές δεν επέτρεψαν την ανάπτυξή της και ότι περίπου αυτοί ευθύνονται για όσα προβλήματα αντιμετωπίζει.
Προφανώς υπάρχουν συνδικαλιστές που έχουν προκαλέσει το λαϊκό αίσθημα με τα «έργα και τις ημέρες τους», αλλά αρμόδιοι να τους κρίνουν είναι εκείνοι που τους εκλέγουν.
Εσχάτως όμως κυκλοφόρησε (...) η πρόθεση της κυβέρνησης να «μεταρρυθμίσει» και τον νόμο περί συνδικαλισμού.
* * *
«ΔΕΝ μπορεί η μειοψηφία να αποφασίζει για την κήρυξη μιας απεργίας», έλεγε με περινούστατο ύφος ο βουλευτής της ΝΔ Κ. Μαρκόπουλος για να υπερασπιστεί την ορθότητα της θέσης που θέλει μια απεργία να αποφασίζεται από το 50%+1 των εργαζομένων σε ένα εργοστάσιο, σε ένα σωματείο ή σε ένα κλάδο.
«Τι πιο δημοκρατικό από αυτό;» αναρωτιόταν;
Πράγματι, εκ πρώτης όψεως έτσι φαίνεται να είναι.
Είναι όμως; Αποφασίζουν όντως μειοψηφίες για την κήρυξη μιας απεργίας; Και τι είδους μειοψηφίες είναι αυτές.
Εξ όσων γνωρίζω για την κήρυξη μιας απεργίας συγκαλείται η συνέλευση ενός σωματείου. Η απαρτία ή μη της οποίας καθορίζει και τη νομιμότητα της απόφασης. Το γεγονός ότι εργαζόμενοι ή υπάλληλοι δεν προσέρχονται στη συνέλευση του σωματείου τους, δεν συνεπάγεται την ακύρωση της απόφασης. Γι’ αυτό και συχνά συνελεύσεις επαναλαμβάνονται μέχρις ότου αποκτήσουν την απαραίτητη και προβλεπόμενη από τους νόμους συμμετοχή και καταστούν νόμιμες. Αν λοιπόν σε ένα σωματείο π.χ. με 200 μέλη, παίρνονται αποφάσεις και εκτελούνται από πλειοψηφίες των 40 ατόμων, αυτό έχει την εξήγησή του.
Μετά από μία ή δύο άκαρπες (λόγω μειωμένης συμμετοχής) συνελεύσεις, καθίσταται νόμιμη μια π.χ. με το 1/3 των μελών, οπότε μια απόφαση που στηρίζεται σε μόνο 40 ψήφους είναι πλειοψηφική. Άρα, η μη συμμετοχή δεν συνεπάγεται ότι η απόφαση είναι μειοψηφική.
Άλλωστε η απεργία κρίνεται στη συμμετοχή της στην πράξη και όχι κατά τη διάρκεια λήψης της απόφασης.
Συμβαίνει εδώ ό,τι ακριβώς και με τις εκλογές. Όπου, η αποχή των ψηφοφόρων και η εκλογή κυβέρνησης με μειοψηφικό ποσοστό, δεν συνεπάγεται ακυβερνησία.
Και στον συνδικαλισμό σημασία έχει η λήψη απόφασης.
* * *
ΕΙΔΙΚΑ σ΄ αυτόν μάλιστα με πολύ πιο δημοκρατικές και νομιμοποιητικές διαδικασίες. Στα περισσότερα σωματεία, είτε πρωτοβάθμια, είτε δευτεροβάθμια, η εκπροσώπηση γίνεται με εκλογές και συστήματα απλής αναλογικής. Οι διοικήσεις είναι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αντιπροσωπευτικές της βούλησης των εργαζομένων. Εδώ δεν υπάρχουν καλπονοθευτικά συστήματα προς εξυπηρέτηση ιδίων σκοπών, ούτε μπόνους εδρών για να εκλέγονται και να κυβερνούν κόμματα που διαθέτουν μειωμένη λαϊκή αποδοχή ή βουλευτές που εκλέγονται ελέω εκλογικού νόμου και μόνο μια αρχή γνωρίζουν: την κομματική πειθαρχία, για τη διατήρηση της έδρας τους. Ούτε βεβαίως χρειάζεται να λειτουργήσουν θερινά τμήματα με αρεστούς και πειθήνιους εκπροσώπους του λαού για να ψηφιστούν ύψιστης σημασίας νομοσχέδια.
Αλλά αυτά είναι προφανώς ψιλά γράμματα για δημοκράτες α λα καρτ τύπου Μαρκόπουλου.
* * *
ΟΠΟΤΕ, άλλοι είναι οι λόγοι για τους οποίους κάποιοι κόπτονται όταν μιλούν για απεργίες και δημοκρατικές διαδικασίες. Τις αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι. Απλά δεν θέλουν τις απεργίες. Αφού στόχος τους είναι να μην διαταράσσεται η τάξη του μνημονιακού νεκροταφείου και να μην τίθενται εμπόδια στον μονόδρομο των εντολέων τους- δανειστών.
Και αυτό το θεωρούν δημοκρατία...