Του Ηλία Κανέλλη
Όταν, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, κυκλοφόρησε στα ελληνικά το σημαντικό βιβλίο «Η Μαύρη Βίβλος του κομμουνισμού», με αντικείμενο τον αυταρχικό χαρακτήρα και τις διώξεις των αντιφρονούντων στην ΕΣΣΔ και τις κομμουνιστικές χώρες, από το 1917 ως το 1989 και την κατάρρευση των καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης, έγινε πολύ μεγάλη συζήτηση. Πολλοί θεώρησαν τα συμπεράσματα του βιβλίου υπερβολικά, κάποιοι είπαν ότι οι αριθμοί των θυμάτων εκείνων των καθεστώτων είναι υπερβολικοί. Ορισμένοι επιχείρησαν συμψηφισμό - λίγο μετά, άλλωστε, κυκλοφόρησε στα ελληνικά και «Η Μαύρη Βίβλος του καπιταλισμού». Όταν όμως, λίγο μετά, το Πανεπιστήμιο Μακεδονία στη Θεσσαλονίκη οργάνωσε μια ημερίδα, με ομιλητή τον καθηγητή Στεφάν Κουρτουά, εκ των επιμελητών της «Μαύρης Βίβλου», αυτός ο διάλογος δεν έγινε δυνατόν να διεξαχθεί. Στη αρχή αντιτάχθηκαν σε αυτόν, σύμφωνα με την εφημερίδα «Ριζοσπάστης», «κομμουνιστές αλλά και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και άλλες προοδευτικές φωνές της πόλης», που ζήτησαν ματαίωση της εκδήλωσης. Κι όταν οι αρχές του Πανεπιστημίου ανακοίνωσαν ότι δεν τίθεται τέτοιο θέμα, ανέλαβαν δράση οι μηχανισμοί: στελέχη του κόμματος, φοιτητές και εξωφοιτητικά στοιχεία, κατέλαβαν την αίθουσα της εκδήλωσης, ο δε Κουρτουά φυγαδεύτηκε.
Το παραπάνω περιστατικό δείχνει την πάγια μέθοδο μιας μερίδας κομμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς στην αντιμετώπιση της διαφορετικής άποψης μέσα στο Πανεπιστήμιο. Εκδηλώσεις κάθε λογής, με διάφορα προσχήματα (είναι αντικομμουνιστικές, είναι ακροδεξιές, υποστηρίζουν την ελεύθερη οικονομία...), ήταν απαγορευμένες εντός του πανεπιστημίου. Την απαγόρευση, μάλιστα, έκανε δυνατή το περίφημο πανεπιστημιακό άσυλο - που άρχισε να ισχύει υποτίθεται για να προστατεύεται ο διάλογος και η ελευθερία της έκφρασης. Αστεία πράγματα. Η ελευθερία τελείωνε εκεί όπου προσβαλλόταν ο δογματισμός του φοιτητικού ή του πανεπιστημιακού συνδικαλισμού.
***
Από την ιστορία με την εκδίωξη του καθηγητή Κουρτουά ως τον ξυλοδαρμό από φοιτητές του καθηγητή Νίκου Μαραντζίδη, σε καφετέρια κοντά στο Πανεπιστήμιο, την προηγούμενη εβδομάδα, πάλι στη Θεσσαλονίκη, έχουν μεσολαβήσει πολλά. Κυρίως, έχει εξελιχθεί η αντίληψη για τη βία.
Στις οργανωμένες προσπάθειες του ΚΚΕ να σταματήσουν εκδηλώσεις, π.χ., απλώς ο σκοπός αγίαζε τα μέσα: η βία ήταν λελογισμένη, εργαλείο για την αποτροπή της εκδήλωσης. Δεν υπήρχε τίποτα προσωπικό. Σήμερα, αντίθετα, οι αντίπαλοι δεν είναι απλώς ιδεολογικοί. Έχουν προσωποποιηθεί. Έχουν σάρκα και οστά. Και πολύ συχνά μπορούν να γίνουν στόχος βίαιων μειοψηφιών, όχι μόνο για τις ιδέες τους, αλλά και επειδή είναι οι συγκεκριμένοι που τις διακίνησαν.
Ο Μαραντζίδης είναι ένα απ' αυτά τα μισητά πρόσωπα για έναν βασικό λόγο: στα νιάτα του υπήρξε μέλος αριστερής οργάνωσης (άρα, μεγαλώνοντας, «κιότεψε») αλλά, κυρίως, ως επιστήμονας, ως ιστορικός, συνέβαλε στην αποκαθήλωση της ηρωικής εικόνας που είχε φιλοτεχνήσει η ιστοριογραφία της Αριστεράς για τον εαυτό της.
Η αλήθεια είναι ότι, σε μεγάλο βαθμό, το εκδικητικό μετεμφυλιακό κράτος, επιλέγοντας μετά το τέλος του εμφυλίου στον διαχωρισμό ταις πράξεσι εκείνων που νίκησαν από τους ηττημένους, έδωσε τη δυνατότητα στους ηττημένους να εμφανιστούν ως διωγμένοι αποκλειστικά για τις ιδέες τους. Περίπου, δηλαδή, τους επέτρεψαν να εμφανίζονται ως ιερομάρτυρες.
Ο Μαραντζίδης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους μιας νεότερης γενιάς πολιτικών επιστημόνων που είδαν τον εμφύλιο με άλλα μάτια - ένας άλλος ερευνητής αυτής της κατεύθυνσης είναι ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Γέιλ, Στάθης Καλύβας. Η προσέγγιση του Μαραντζίδη ήταν πρωτίστως αποτέλεσμα συστηματικών ερευνών σε νέες ιστορικές πηγές, σε κρατικά και κομματικά αρχεία, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Κατά τον Μαραντζίδη, «η δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας το φθινόπωρο του 1946 ήταν η ενσυνείδητη επιλογή της κομμουνιστικής ηγεσίας για κλιμάκωση του αγώνα της με στόχο την κατάληψη της εξουσίας». Και η συνέχεια ήταν, κατά τη διατύπωσή του, «μια ουτοπία που έχασε τα λογικά της».
Και συστατικό αυτού του παραλογισμού ήταν η βίαιη σύγκρουση. Το εμφύλιο αίμα.
***
Απόψεις όπως αυτές του Μαραντζίδη τείνουν, σήμερα, να μην θεωρούνται πλέον «αναθεωρητικές» και να είναι αποδεκτές από τη νεότερη ιστοριογραφία. Είναι λογικό, ασφαλώς, να ενοχλούν όσους πιστεύουν ότι ο κόσμος χωρίζεται σε καλούς και σε κακούς. Ο καθένας έχει δικαίωμα να πιστεύει ό,τι θέλει.
Στην ιδιότυπη αντίληψη μιας περιθωριακής, εντέλει, αριστερής αντίληψης για τον δημοκρατικό διάλογο, η διαφωνία απαγορεύεται, ιδίως σε επιστημονικούς τομείς με κοινωνικές προεκτάσεις. Πολύ συχνά, η ελεύθερη οικονομία χαρίζεται στον «ανάλγητο νεοφιλελευθερισμό», η κριτική στα καθεστώτα του κομμουνισμού μετατρέπεται εύκολα σε «προβοκάτσια των εχθρών των λαϊκών κινημάτων» και οι διερωτήσεις ιστορικών για γεγονότα στα οποία είχε εμπλοκή η Αριστερά ως προσπάθεια «συκοφάντησης των αγώνων».
Και στο τέλος η απάντηση είναι γνωστή: ξύλο και βία. Μια πρακτική που στα πανεπιστήμια έχει αποθεωθεί με διάφορους τρόπους, ακόμα και εναντίον καθηγητών που είχαν διαφορετική αντίληψη για το νοικοκύρεμα των σχολών από τους αριστερούς συνδικαλιστές.
Υπάρχει τρόπος να γλιτώσει η ελληνική κοινωνία από αυτόν τον ολισθηρό κατήφορο της βίας; Ένας και μοναδικός: Να αποφασίσει η Αριστερά ότι, και αυτή, και οι δικές της θέσεις, και τα δικά της πρόσωπα είναι αντικείμενο δημόσιας συζήτησης. Ότι στις δημοκρατίες όλοι δικαιούμαστε να διαφωνούμε, αλλά η διαφωνία μας τελειώνει στην αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Αν όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος, δεν μιλάμε για δημοκρατικές μεθόδους. Αλλά για ζούγκλα.
Και όσο η ζούγκλα γίνεται πιο βαθιά, τόσο πληθαίνουν τα θηρία. Στη σύγχρονη Ελλάδα, με τη Χρυσή Αυγή να διεκδικεί μόνιμο ρόλο στη δημόσια ζωή, η Αριστερά δεν είναι φρόνιμο να παίζει με τα δημοκρατικά κεκτημένα.