Οι επικεφαλής μεγάλων πολιτικών παρατάξεων αφήνουν το στίγμα τους στο ύφος και το περιεχόμενο του διαλόγου που επιλέγουν. Εχει ενδιαφέρον να προσεγγίσουμε τον πολιτικό διάλογο κυριακομητσοτακικού τύπου.
Ας παρακολουθήσουμε μια αντιπαράθεση:
Ο Αλέξης Τσίπρας καταδικάζει τη βία των προβοκατόρων που διείσδυσαν σε μαζικότατη διαδήλωση εναντίον των μνημονίων. Αποκαλύπτει την αδυναμία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη της εποχής, κατά την οποία συντελέστηκε η τραγωδία να εντοπίσουν τους δράστες και να τους οδηγήοσυν στη Δικαιοσύνη. Οι ίδιοι άνθρωποι σήμερα ανοίγουν τον φάκελο για τη διεξαγωγή έρευνας. Δηλώνει τέλος ότι η απόφαση αυτή είναι υποκριτική γιατί ενέχει πολιτική σκοπιμότητα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ωστόσο, δηλώνει ότι οι πολίτες που έχασαν τη ζωή τους έπεσαν θύματα μίσους και ιδεολογικής βίας. Εύχεται να μην ξαναζήσουμε ποτέ στη χώρα μας εκδηλώσεις ακραίας πόλωσης και τυφλής βίας. Σε τέτοιες στιγμές, υποστηρίζει ότι πρέπει να είμαστε όλοι ενωμένοι.
Η θέση Μητσοτάκη, με γενικόλογο τρόπο διατυπωμένη, αφήνει υπαινιγμούς για μίσος και ιδεολογική βία από μέρους των τριακοσίων χιλιάδων διαδηλωτών, ξεχνώντας - και αθωώνοντας - τους προβοκάτορες με τις μολότοφ. Εύχεται να λείψουν στο μέλλον δυναμικές, λαϊκές διεκδικήσεις. Τέλος, προτείνει να συμφωνήσουμε όλοι σε στιγμές κρίσης να υπακούμε στους Άρχοντες.
Στο πρώτο παράδειγμα, είναι εμφανής η πρόθεση του κυρίου Μητσοτάκη να μην απαντήσει στις αιτιάσεις του κυρίου Τσίπρα. Ο φαινομενικός διάλογος του πρωθυπουργού αξιοποιείται για να ενοχοποιηθεί ο αντίπαλός του.
Παράδειγμα 2:
Ο Αλέξης Τσίπρας ασκεί κριτική στην απόφαση του υπουργού Εργασίας κ. Βρούτση να περικοπεί το βοήθημα των 800 ευρώ από αυταπασχολούμενους επιστήμονες για να εξοικονομηθεί ένα ποσό για την ενίσχυση έξι εταιρειών με πλατφόρμες τηλεκατάρτισης. Θεωρεί ότι δεν υπάρχει ανάγκη κατάρτισης των επιστημόνων για τη συνέχιση της απασχόλησης μετά την καραντίνα.
Ο κ. Βρούτσης απαντά ότι χρησιμοποιεί έναν θεσμό που ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση υιοθέτησε «κατά κόρον», για πολλές κατηγορίες εργαζομένων. Για τον υπουργό Εργασίας είναι ανύπαρκτη η παρατυπία και «ως εκ τούτου» η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ γεννά πρόβλημα «εκ του μη όντος».
Στο δεύτερο παράδειγμα, ο διάλογος κυριακομητσοτακικού τύπου επιλέγει την ανάπτυξη ενός συλλογισμού, όπου στην πρώτη προκείμενη πρόταση ταυτίζεται η ψευτοκατάρτιση με την πρόσληψη νέων εφοδίων (αληθινή κατάρτιση) από τους εργαζόμενους για να γίνουν απασχολήσιμοι στις νέες συνθήκες παραγωγής. Μ' αυτόν τον τρόπο «κρύβεται» η αναδιανομή εισοδημάτων, με το πρόσχημα της κατάρτισης, υπέρ φίλων μεγαλοεπιχειρηματιών.
Παράδειγμα 3:
Στην κριτική των ανθρώπων του πολιτισμού (π.χ. Ξαρχάκος) για την παντελή έλλειψη μέτρων ανακούφισής τους τη στιγμή που πλήττονται καίρια από την καραντίνα, ο κύριος Στ. Πέτσας απάντησε: «Δεν έχει σημασία που δεν είχαμε στο πρόγραμμά μας τίποτα για τον πολιτισμό, εκλεγήκαμε και θα εκλεγούμε πάλι». Εδώ, ο βραχύς συλλογισμός στηρίζεται στον αφορισμό της αυτοεκπληρούμενης προφητείας; Ο,τι κι αν κάνουμε θα έχουμε δίκιο, γιατί μας εξέλεξε ο λαός, πράγμα που θα πράξει εκ νέου».
Στον διάλογο κυριακομητσοτακικού Τύπου κυρίαρχη θέση έχουν τα σοφίσματα και η στρεψοδικία. Λείπουν τα λογικά επιχειρήματα και η θεμελίωση θέσεων με στοιχεία. Με ευθύνη της κυβερνητικής πλειοψηφίας δεν διεξάγεται στη χώρα μας ουσιαστικός διάλογος. Αυτό οφείλεται στην απροθυμία της να θέσει τις επιλογές της στη βάσανο της κριτικής της αντιπολίτευσης, επιλέγοντας την επιβολή των όποιων ρυθμίσεων με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου ή κατόπιν δήθεν διαλόγου με συνοπτικές διαδικασίες. Μ' αυτήν την πρακτική όμως και η Δημοκρατία εκμαυλίζεται και ελαχιστοποιούνται οι δυνατότητες να διαμορφώνονται και να αποφασίζονται οι βέλτιστες λύσεις.
Από τον Στέλιο Σαΐτη,
συνταξιούχο εκπαιδευτικό