Η συνεισφορά του στον πολιτισμό, άλλωστε, και οι αγώνες του για ελευθερία και δημοκρατία, για να σταθώ στους πιο σημαντικούς, αρκούν, πιστεύω, για να το αποδείξουν.
Εν τούτοις, κατά την περίοδο της νεότερης ιστορίας μας, δικαιολογημένα ως ένα βαθμό θα έλεγα, οι Νεοέλληνες, εξαιτίας και της δουλείας χρόνων, συμπεριφερόμαστε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε από πρωταγωνιστές και πρωτοπόροι, κάποτε, στον διεθνή στίβο να καταντήσουμε κομπάρσοι. Έτσι, αντί να πάμε μπροστά και να ανοίγουμε δρόμους, θεωρούμε πρόοδο το να τρέχουμε πίσω απ’ τις εξελίξεις και να πιθηκίζουμε αντιγράφοντας πρότυπα και συμπεριφορές άλλων λαών, ενώ κάνει θραύση η ξενομανία στον τόπο μας.
Συγκεκριμένα, αν ρίξει κανείς μια ματιά στην πληθώρα ξενόγλωσσων επιγραφών σε καταστήματα ανά την Ελλάδα και, κυρίως, αυτών, που βρίσκονται στα αστικά κέντρα και στα νησιά μας, θα διαπιστώσει το μέγεθος του προβλήματος, μια που δίνεται η εντύπωση, ότι βρίσκεται κανείς σε ξένη χώρα. Πού και να μην είχαμε μία απ’ τις πιο όμορφες και πιο πλούσιες γλώσσες στον κόσμο. Η δικαιολογία ορισμένων, ότι όλα αυτά γίνονται χάριν των τουριστών, έχει κάποια βάση, αλλά εμείς το παρακάνουμε και, γι’ αυτό, το επισημαίνω.
Αν ήταν, βέβαια, μόνο αυτό, θα ήταν μικρό το κακό. Δυστυχώς, όμως, ο πιθηκισμός και η ξενομανία μας αποδεικνύονται και από άλλες πτυχές της ζωής μας, όπως απ’ το ότι διανθίζουμε, καθημερινά και επιτηδευμένα, την ομιλία μας με χίλιες δυο δάνειες ξενόγλωσσες λέξεις. Αν, μάλιστα, προσθέσουμε και τη λεξιπενία μας, καθώς, επίσης, και την αργκό της νεολαίας μας, τότε, ακούγοντας και βλέποντάς τα όλα αυτά, νομίζει κανείς, ότι πολλοί μιλάμε κορακίστικα και ότι ντρεπόμαστε που είμαστε Έλληνες.
Επί πλέον, τα τελευταία χρόνια και στην προσπάθειά μας να δείξουμε στους άλλους ότι είμαστε εκσυγχρονιστές, κουλτουριάρηδες και προοδευτικοί, συνάμα, πέραν του ότι αντιμετωπίζουμε τους άλλους Ευρωπαίους σαν εμείς να μην είμαστε τέτοιοι, έχουμε ένα αίσθημα κατωτερότητας απέναντί τους. Γι’ αυτό και κάνουμε συνεχείς εκπτώσεις στον κώδικα αξιών, που ως ιστορικό φορτίο κουβαλάμε και μας διαφοροποιούν απ’ τους άλλους λαούς, αντιγράφοντας τον τρόπο ζωής ορισμένων απ’ αυτούς, με πρώτους και καλύτερους τους Αμερικάνους και Δυτικοευρωπαίους, γιατί θεωρούμε ότι βρίσκονται, πάντα και σ’ όλα, ένα βήμα πιο μπροστά από μας. Το βλέπουμε στο ντύσιμό μας, στον τρόπο διασκέδασης, αλλά και της ενσωμάτωσης στο οικογενειακό, και όχι μόνο, δίκαιο διατάξεων, που δεν ταιριάζουν στη δική μας κουλτούρα. Γι’ αυτό και οι χαρακτηρισμοί Ευρωλιγούρηδες και Αμερικανάκια μας πάει γάντι.
Θα μπορούσε, βεβαίως, να πει κανείς, ότι, αφού η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός ξεκίνησαν και πήραν σάρκα και οστά στην περιοχή της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, είναι φυσικό, ως ένα βαθμό, να θεωρούνται οι λαοί τους μπροστάρηδες και να επηρεάζουν άλλους λαούς. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε, ότι υπάρχουν και όρια και ότι θεμέλιο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού αποτελεί η Σωκρατική-Πλατωνική η Αριστοτελική και, γενικώς, η Αρχαιοελληνική σκέψη και δημιουργία, που ήταν, μέχρι τότε, ξεχασμένη στις βιβλιοθήκες μοναστηριών και αλλού, και πάνω σ’ αυτές στήθηκε και ολοκληρώθηκε το Ευρωπαϊκό πολιτιστικό οικοδόμημα, όταν αυτές ήρθαν στο φως και μελετήθηκαν.
Κοντολογίς• ο πιθηκισμός και η ξενομανία, αλλά και ο διεθνισμός, θα έλεγα, αποτελούν ανοιχτή πληγή για τη χώρα μας και υπονομεύουν τη μελλοντική της πορεία, αφού ενισχύουν τον κίνδυνο αλλοίωσης της φυσιογνωμίας του λαού της και λήθης αρχών και αξιών, που της επέτρεψαν, παρότι μικρή, να παίζει, επί αιώνες, πρωταγωνιστικό ρόλο στο διεθνή στίβο. Βεβαίως, σε μια εποχή που ο κόσμος όλος, δια του διαδικτύου και της τεχνολογίας, γενικότερα, έγινε μια γειτονιά, που οι αποστάσεις μίκρυναν επικίνδυνα και η επικοινωνία των ανθρώπων είναι πάρα πολύ εύκολη, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των λαών είναι αναπόφευκτες. Θα πρέπει, ωστόσο, οι Νεοέλληνες, χωρίς παρωπίδες και χωρίς εθνικισμούς, αλλά από γνήσιο πατριωτικό καθήκον, να αποδεχόμαστε μόνο, ό, τι ξένο είναι χρήσιμο και ταιριάζει στο ταπεραμέντο μας και στη δική μας κουλτούρα.
Μόνο, έτσι, μπορούμε, πιστεύω, να πορευόμαστε, χωρίς ν’ ανησυχούμε για τις μελλοντικές εξελίξεις στον τόπο μας. Διαφορετικά, ο Θεός να βάλει το χέρι του.
Από τον Κώστα Γιαννούλα