Ιδιαιτέρως μετά τη δημόσια τοποθέτηση της υπουργού Παιδείας κυρίας Νίκης Κεραμέως –ομολογουμένως όχι τόσο αναλυτικά τεκμηριωμένης– για τη σύνδεση της διδασκαλίας του μαθήματος με τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης των μαθητών. Πρόκειται για επανεμφάνιση στον δημόσιο διάλογο ενός θέματος που είχε συζητηθεί στο πρόσφατο παρελθόν με διαφορετική τότε αφόρμηση.
Είναι αλήθεια ότι αρκετοί θεώρησαν τις απόψεις της κυρίας υπουργού αρκετά παρωχημένες, ως έναν βαθμό οπισθοδρομικές ή ακόμα και «εκτός κλίματος». Τα σχόλια αυτά δεν εκπορεύθηκαν μόνο από πολιτικούς αλλά και από ανθρώπους της εκπαίδευσης και σε κάθε περίπτωση απηχούσαν έναν συγκεκριμένο ιδεολογικό προσανατολισμό, αναμφίβολα διαφορετικό από εκείνο των ισχυρισμών της υπουργού Παιδείας.
Προφανώς στην εποχή της παγκοσμιοποίησης οι εθνικές κοινότητες αναζητούν «σταθερές», προκειμένου να σφυρηλατήσουν την ενότητά τους και να αποφύγουν την εθνική, πολιτισμική, ηθική κονιορτοποίηση και αλλοτρίωση. Με μία σημαντική προϋπόθεση: οι μαθητές να έχουν πρώτα διδαχτεί και κατακτήσει οι ίδιοι στο μέτρο του δυνατού την ιστορική αλήθεια, όχι εξωραϊσμένη και περιχαρακωμένη στα μέτρα ενός «βολικού» εθνικού αφηγήματος, αλλά «ωμή». Να κατανοήσουν τα γεγονότα όπως πραγματικά έγιναν και καταγράφηκαν στις πηγές, με αντικειμενικότητα και φιλαλήθεια.
Στην περίπτωση που συμβεί αυτό, οι νέοι άνθρωποι ασφαλώς θα νιώσουν υπερηφάνεια για τα ηρωικά κατορθώματα της φυλής στην οποία ανήκουν αλλά ταυτόχρονα θα συνειδητοποιήσουν τις ατέλειες και τα ελαττώματά της, που μερικές φορές λίγο έλειψε να την οδηγήσουν στον όλεθρο.
«Εθνικόν», το αληθές. Στην κατεύθυνση αυτή, οι μαθητές «αγγίζουν» και αναστοχάζονται γεγονότα και στιγμές της εθνικής ιστορίας τους που έχουν αφήσει πληγές στο παρόν χωρίς να αμαυρωθεί η γενική εικόνα της ιστορικής παρουσίας των Ελλήνων. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιοι δεν γίνονται θύματα ενός σκόπιμα καλλιεργημένου εθνικού εξαιρετισμού που αντί να τους ενισχύει ηθικά, τους αυτοπαγιδεύει. Κάθε έθνος και λαός έχει τη δική του ιστορία και ο καθένας έχει συμβάλει λιγότερο ή περισσότερο στη δημιουργία της ευρωπαϊκής ταυτότητας.
Συνεπώς, δεν έχει καμία παιδευτική αξία να αποκλείουμε από τη διδασκαλία της σχολικής ιστορίας εκτενέστερες αναφορές, για παράδειγμα, στις εμφύλιες διαμάχες και στους πολέμους που συνέστησαν Έλληνες εναντίον Ελλήνων, από τα χρόνια του Αγώνα, τον Εθνικό Διχασμό που ταλαιπώρησε πάνω από μια γενιά Ελλήνων, έως τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο που δυστυχώς συνεχίζουμε να εργαλειοποιούμε στους μεταξύ μας λεκτικούς διαξιφισμούς προς άγραν εντυπώσεων. Αντίθετα, όταν κανείς επιχειρεί να ψαύσει μία πληγή που μπορεί να είναι ακόμη χαίνουσα, αντιλαμβάνεται το μέγεθος της οδύνης και του λάθους.
Αναμφίβολα, το ίδιο συναίσθημα θα καταλάβει τους μαθητές μας εάν τους καθοδηγήσουμε να προστρέξουν στο οικείο παράθεμα από τα «Απομνημονεύματα» του αγωνιστή της Επανάστασης Νικόλαου Κασομούλη όπου ο Μαυροκορδάτος και οι συν αυτώ πολιτικοί, στα 1824, αφού πέρασαν τον Καραϊσκάκη από χαλκευμένη δίκη, τον κήρυξαν αποσυνάγωγο. Χαρακτηριστικά: «Πάντες δε οι λοιποί Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του, και να τον στοχασθούν ως εχθρόν, εν όσω να μετανοήση και να προπέση εις το έλεος του έθνους, και ζητήση συγχώρησιν» (Το παράθεμα έχει ληφθεί από τη μελέτη του Roderick Beaton, Ο πόλεμος του Μπάιρον, Πατάκης, 2015, 406). Πολιτικά παιχνίδια εξουσίας στις «πλάτες» του εθνικού Αγώνα…
Η ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας μέσα από τη διδασκαλία της Ιστορίας σε συνάρτηση με την υπερηφάνεια για τα κατορθώματα του ελληνικού έθνους στην ιστορική του διαδρομή –η Επανάσταση είναι ένα από αυτά και αναγνωρίζεται πλέον σχεδόν από όλους ως σημαντικό ευρωπαϊκό γεγονός– σφυρηλατεί τους δεσμούς και διαμορφώνει εθνική ταυτότητα στους νέους.
Από τον Βασίλη Πλατή, φιλόλογο-δρα Ιστορίας Α.Π.Θ.