Από πολλού χρόνου συνήψα αρρήκτους δεσμούς φιλίας, μετά του κυρ-Γιώργη, παλαιμάχου αλιέως. Γεγηρακώς αλιεύς και μονόχειρ. Την ετέραν χείρα κατέφαγεν η δυναμίτης, ως ηλίευεν παρανόμως.
Πρό τινών ημερών, εδέχθην την ευγενή του πρόσκλησιν, ίνα μετάσχω, του πληρώματος, της νεώς του, «Γοργόνας» καλουμένης, εις την νυκτερινήν έξοδόν τους, προς αναζήτησιν αλιεύματος Πεδίον δράσεως, ο γραφικός Ευοϊκός Κόλπος. Τούτη η ώρα, υπήρξεν η από μακρού χρόνου ανεπκπλήρωτος επιθυμία μου.
Ούτω, πριν ή ο Φοίβος, αποκρυβεί, όπισθεν των κορυφών, του μακράν ευρισκόμενου Παρνασσού, ευρέθην επί της νεώς «Γοργόνα». Νεότευκτος εις χείρας του κυρ-Γιώργη, καίτοι πεποτισμένη δι’ άλμης και της φθοροποιού υγρασίας, επί 10ετίας, οργώσασα, τας θαλάσσας.
Αιφνής ο γηραιός θαλασσόλυκος, έκραξεν γοερώς: «Πάμε. Ο Θεός να δώσει καλό ταξείδι και καλή σοδειά». Εν τω άμα, γυμνοί οι θαλασσόλυκοι, με τας στιβαράς των χείρας, έλυσαν τους κάβους και η καλλίμορφος «Γοργόνα» ολισθαίνουσα επί των ηρέμων υδάτων, ήρχισεν ταξειδεύουσα. Μια τελευταία πτυχή από την πορφύραν του δύοντος ηλίου. Ένα χάρμα οφθαλμών. Η ολοέν υποχωρούσα παμφώτιστος Αιδηψός, εστεφανωμένη υπό του κατέναντι υψουμένου Τελεθρίου, δασώδους όρους και του παρακειμένου «Καντήλι».
Η νύξ ηπλώθη πανταχόθεν και απέμεινε ο ρυθμικός ήχος της μηχανοκινήτου νεώς. Αφού εφθάσαμε εις το γνωστόν Βασίλειον των ιχθύων ένα σούσουρο ηκούσθη. Το πλήρωμα εν δράσει. Με τας στιβαράς χείρας των έρριπτον τα δίκτυα προκαλούντα έναν ήδυστον παφλασμόν τα δίκτυα ηπλώθησαν ως θανατερά ιχθυοβόλα, αναμένοντα την έλευσιν των ιχθύων. Αρκετή ώρα εμεσολάβησεν, ώσπου δράττων την ευκαιρίαν επλάγιασα, θαυμάζων τον έναστρον ουρανόν. Ενεθυμήθην τον απαράμιλλον Ουγκό όστις έλεγεν: «Δύο τινά πληρούσι την ψυχή μου. Ο έναστρος ουρανός υπέρ εμέ και η ηθική τάξις εν εμοί».
Μια άφατος μαγεία και μια αίσθησις ηδύγευστος, εκπλήρωσεν την ψυχήν μου. Ενόμιζον ότι ήμην έν, με το κύμα. Μετείχον ολοψύχως αυτής της φύσεως, τουτέστιν της υγράς, της αλμυράς και της δροσώδους.
Άκρα σιωπή επεκράτη, επί του καταστρώματος. Εφοβούντο γαρ. οι θαλασσομάχοι, μη τυχόν ακούσωσι τα οψάρια και παρακάμψωσι τα δίκτυα. Ήδη η ροδόχρους ηώς, ενεφανίσθη από Ανατολάς, σημαίνουσα την νέαν ημέραν του Θεού. Η Γοργόνα εσίγησεν επί πολύ, σαρώνουσα την θάλασσαν μέχρι του βυθού αυτής.
Ώρα περισυλλογής των δικτύων. Οι θαλασσομάχοι υπήκοντες εις το σήμα του Κυρ-Γιώργη. Σβέλτα ανέβαζον το αλίευμα εις την κουβέρτα, υποβοηθούμενοι και υπό τινος μακαρά. Ώ, το μεγαλείον του θεάματος. Ιχθύες μικροί τε και μεγάλοι εξεχύνοντο εκ των δικτύων. Κάβουροι μικροί και γαριδούλες. Από γαύρους και σαρδέλας. Λαυράκια και τσιπούραι μέχρι γοφάρια, θρεφτάρια και ταράστιοι ροφοί.
Κι όλα αυτά με το δικό τους χρώμα, συνέθεταν μια συγκλονιστικήν εικόνα, ως ιριδίζοντα εις τας πρώτας του ηλίου ακτίνας.
Δάσκαλε, να μας έρχεσαι τακτικά. Είσαι γουρλής μοι είπεν ο κυρ-Γιώργης πανευτυχής εκ του θηράματος.
Βίρα παιδιά τις άγκυρες, είπεν. Γρήγορα να προκάνουμε τον έμπορα.
Το όνειρόν μου επληρώθη και η νύξ αυτή, θα μείνει εσαεί κεχαραγμένη εις τας πλουσιότερας των εμπειριών μου.
Από τον Κων/νο Ι. Παπακωνσταντίνου