Τους περίμενε απ΄ την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά της μήνυσε πως θα καθυστερούσαν, γιατί δεν είχαν τελειώσει τις… δουλειές τους, στην Αλεξάνδρεια.
Καθισμένη μπροστά στο παράθυρο στο ανώι η καπετάνισσα αγνάντευε τη θάλασσα και η καρδιά της χτυπούσε, αν έβλεπε κανένα πλεούμενο να κόβει ρότα προς το λιμάνι.
Εκεί καθισμένη τη βρήκε η ψυχοκόρη η Βαγγελιώ. «Καπετάνισσα γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς σήμερα;» «Δεν είχα ύπνο Βαγγελιώ, έλα κάτσε κοντά μου».
«Τι θα μαγειρέψουμε σήμερα και τι αύριο κυρά, που είναι και η γιορτή του καπετάνιου»; «Έχει ο Θεός Βαγγελιώ, κάτι θα βρούμε, ας ξεμπαρκάρουν πρώτα με το καλό…».
«Μη σεκλετίζεσαι καπετάνισσα, όλα θα πάνε καλά».
Μεσημέρι το μπάρκο του καπετάν-Παναγή έπιασε πόρτο. Όλοι οι νησιώτες μαζί και η καπετάνισσα κατέβηκαν από ώρα να τους υποδεχθούν. Όταν ξεμπαρκάριζε κάποιος γινόταν πανηγύρι στο λιμάνι.
Αλλά εκείνη την ημέρα όσοι κατέβηκαν απ’ το καράβι ήταν… κάπως. Σκυθρωποί και αμίλητοι αγκάλιασαν τους δικούς τους και ανηφόρισαν προς τα σπίτια τους. Σε λίγο φάνηκε κι ο καπετάν-Παναγής στη σκάλα. Πίσω του ακολουθούσε ο μεγάλος τους γιος ο Γιώργης… Μα… ο μικρός, ο Κωνσταντής, που ήταν…! Η καπετάνισσα θορυβήθηκε. Αγκάλιασε τους δύο άντρες και… «Πού είναι ο Κωνσταντής…;».
«Πάμε στο σπίτι καπετάνισσα εκεί θα τα συζητήσουμε, ηρέμησε». Είπε ο καπετάνιος και προχώρησαν. Στη μεγάλη σάλα εκείνου του παλιού αρχοντικού, έχει πέσει βαριά σιωπή…
«Μιλήστε θα τρελαθώ» φώναξε η καπετάνισσα.
«Καπετάνισσα θέλω να είσαι ψύχραιμη μετά απ’ αυτά που θ’ ακούσεις. Ο Κωνσταντής είναι στη φυλακή, ήρθαμε να σου το πούμε εμείς, για να μην το μάθεις από άλλους». «Παναγία μου… ξεφώνησε η καπετάνισσα. Πείτε μου τι έγινε».
«Ούτε κι εμείς ξέρουμε. Οι αρχές ψάχνουν, όπως κάνουμε κι εμείς, μεθαύριο γυρίζουμε πάλι στην Αλεξάνδρεια».
Ένα βράδυ την περασμένη εβδομάδα ο… μικρός –έτσι τον αποκαλούσαν-γλεντούσε σ’ ένα μαγαζί στην παραλία.
Έγινε κάποια παρεξήγηση προφανώς και ήρθαν στα χέρια με έναν Τούρκο. Κλήθηκε η αστυνομία και βρήκαν τον Κωνσταντή με ένα στιλέτο στο χέρι και τον Τούρκο στο πάτωμα νεκρό. Συνέλαβαν τον Κωνσταντή, τον προφυλάκισαν κι από τότε οι αρχές ψάχνουν να βρούνε στοιχεία. Μέχρι στιγμής τίποτα, άκρα σιωπή.
Οι άνθρωποι της νύχτας κρατούν τα στόματά τους κλειστά συνήθως. Δεν πιστεύω Αργυρώ με τίποτα πως το παιδί μας έκανε το έγκλημα. Μπορεί να είναι ζωηρός γλεντζές, αλλά όχι φονιάς. Κάτι άλλο έγινε».
Στη σκάλα φάνηκε η ψυχοκόρη η Βαγγελιώ.
«Καπετάνισσα να στρώσω τραπέζι»; Ρώτησε δειλά.
«Όχι ακόμα…» Απάντησαν όλοι. Η Βαγγελιώ κατέβηκε τη σκάλα, ο καπετάνιος άναψε το τσιμπούκι του, ο Γιώργης σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και η Αργυρώ, πήγε στο δωμάτιό της και γονάτισε στα εικονίσματα. Προσευχήθηκε, έκλαψε, ώρα πολύ, παρακάλεσε την Παναγία και κάπου στο βάθος της ψυχής της ένιωσε μια αμυδρή ελπίδα.
Ξημερώματα Δεκαπενταύγουστο, ημέρα της Παναγίας χτύπησαν οι καμπάνες. Έφυγαν όλοι για την εκκλησία, τώρα είχαν κι έναν λόγο παραπάνω να πάνε να προσευχηθούν… Όταν τελείωσε η λειτουργία έφυγαν αμέσως.
Στη μεγάλη σάλα έπιναν τον καφέ τους όταν ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα.
Άνοιξαν, ήταν ένας γείτονας και ένα άγνωστο παλικάρι «Μπορούμε να περάσουμε;» Είπε ο γείτονας.
«Περάστε, περάστε…» είπε η καπετάνισσα. Συστήθηκαν, το παλικάρι ήταν φίλος του Κωνσταντή. Τους εξήγησε σύντομα. Ήρθε στο νησί να τους ανταμώσει και να τους πει κάτι ευχάριστο.
Αυτός δεν ήταν στο μαγαζί το βράδυ που έγινε το κακό. Ήταν όμως ένας φίλος ο Αλή, που τα είδε όλα και ήταν έτοιμος να παρουσιαστεί στις αρχές και να πει ό,τι είδε. Το βράδυ θορυβήθηκε και έφυγε, αλλά τώρα άλλαξε γνώμη. Το στιλέτο «λέει» ήταν του Τούρκου, όρμησε στον Κωνσταντή, εκείνος του το πήρε και ο Τούρκος έπεσε επάνω του και… έγινε το κακό.
Αύριο πρέπει να φύγουμε καπετάνιο, να τελειώνει αυτή η ιστορία, να φανεί η αθωότητα του Κωνσταντή.
Η καπετάνισσα τον αγκάλιασε, τον φίλησε…». Δόξα να ‘χεις Παναγιά μου, Μεγαλόχαρη, το έκανες το θαύμα σου, φώναξε και έκανε τον σταυρό της.
Καλλίτσα Γκουράβα - Δικτά, λογοτέχνις, συγγραφέας