Είναι παιδιά με ωριμότητα πέραν της ηλικίας τους, σε βαθμό που σου δίνουν την εντύπωση ενήλικα συνομιλητή στη διαπροσωπική επικοινωνία μαζί τους. Διακρίνονται για τη συνθετική τους σκέψη, θέτουν διαρκώς και επίμονα διερευνητικά ερωτήματα, είναι φιλομαθείς και πολυπράγμονες, οξυδερκείς, με εκλεπτυσμένο χιούμορ, ευχέρεια στην κατανόηση και αποσαφήνιση εννοιών, στη συγκράτηση πληροφοριών, σε αρκετές περιπτώσεις με έφεση στη μουσική, την τέχνη, τον χορό, το θέατρο και άλλα παρόμοια ευγενή και ψυχωφελή ενδιαφέροντα.
Η αντιμετώπιση των χαρισματικών μαθητών από το ελληνικό σχολείο πολλές φορές καταδικάζει τους ίδιους τους μαθητές με διακριτές από τους άλλους δεξιότητες. Βυθισμένη στη μετριότητα και την ημιμάθεια, πλην φωτεινών εξαιρέσεων, η δημόσια εκπαίδευση στη χώρα μας αδυνατεί ακόμη και να διακρίνει τις ξεχωριστές ικανότητες κάποιων παιδιών ή ακόμη και τα τιμωρεί γι’ αυτές.
«Εμμονικό» στην αποστήθιση, την οποία μάλιστα επιβραβεύει με την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, το δημόσιο σχολείο δεν εστιάζει και συνεπώς δεν επιδοκιμάζει την κριτική ικανότητα, τη δημιουργική και πρωτότυπη σκέψη, την αυθεντικότητα, την πραγματική οξυδέρκεια, που χαρακτηρίζουν τους χαρισματικούς μαθητές.
Ταυτόχρονα, αρκετοί εκπαιδευτικοί ακολουθώντας μια μάλλον ισοπεδωτική αντίληψη που εν πολλοίς επιβάλλεται από τα ίδια τα προγράμματα σπουδών, αφήνουν στην αφάνεια της σχολικής τάξης ακατέργαστα «διαμάντια», που με τις κατάλληλες προϋποθέσεις και την αναγκαία παρώθηση θα μπορούσαν να λάμψουν στο παρόν και να μεγαλουργήσουν στο μέλλον.
Κοντά σε αυτή τη νοοτροπία, και η έλλειψη εξατομικευμένης διδασκαλίας, επικεντρωμένης στις δεξιότητες κάθε μαθητή, η οποία τα τελευταία χρόνια καθίσταται δυσχερής λόγω της αύξησης του αριθμού των μαθητών ανά σχολική τάξη και του καθημερινού φόρτου εργασίας των εκπαιδευτικών, που συνεπάγεται η μεταβολή αυτή.
Αλλά και στις περιπτώσεις που οι ικανότητες των χαρισματικών παιδιών είναι τόσο φανερές που δεν μπορούν να αγνοηθούν, το ίδιο το σχολικό περιβάλλον δεν τις αναδεικνύει και δεν τις επιβραβεύει όσο θα έπρεπε, ώστε να αναπτυχθούν περαιτέρω και να ευδοκιμήσουν.
Έτσι τα παιδιά αυτά στο πλαίσιο της τάξης αδυνατούν να βρουν κατάλληλους «συμπαίκτες» ώστε να αμιλλώνται μαζί τους και να ανεβαίνει το επίπεδο αμφοτέρων αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις καταφεύγουν στην προσέλκυση και μονοπώληση του ενδιαφέροντος του δασκάλου προκειμένου να ικανοποιήσουν δημιουργικές απορίες και γνωστικές τους αναζητήσεις.
Παρόμοια, η χαρισματικότητα είναι δυνατό να οδηγήσει στη μοναχικότητα και την απομόνωση των μαθητών με ειδικές μαθησιακές δεξιότητες από τους συμμαθητές τους κατά την ώρα του διαλείμματος ή των εξωδιδακτικών δραστηριοτήτων, χωρίς να έχει εντοπιστεί έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων από μέρους τους (π.χ. συνδρόμου Asperger). Το γεγονός αυτό βέβαια επηρεάζει αρνητικά την καθημερινότητα των χαρισματικών παιδιών στο σχολείο και την ψυχοσύνθεσή τους.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα χαρισματικά παιδιά σε μεγάλο βαθμό αδικούνται από τον τρόπο λειτουργίας και τις παθογένειες του δημόσιου σχολείου στην Ελλάδα και εναπόκειται στην ευαισθησία αλλά και την αγάπη των εκπαιδευτικών να παρέχουν στους χαρισματικούς μαθητές κίνητρα για την αυτοβελτίωσή τους και την ικανοποίησή τους στον χώρο του σχολείου, τα οποία, δυστυχώς, τους στερεί η πενόμενη και ίσως ενδεής πνευματικά ελληνική πολιτεία και κοινωνία.
Από τον Βασίλη Πλατή, φιλόλογο-δρα Ιστορίας Α.Π.Θ.