Αυτό σημαίνει ότι τάσσομαι, εμπράκτως, υπέρ της ελεύθερης έκφρασης, της συναίνεσης, του διαλόγου και του σεβασμού των διαφορετικών απόψεων, αφ’ ενός, και υπέρ της αγάπης, της συγχωρητικότητας και της αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο, αφ’ ετέρου.
Πέραν τούτων, καταδικάζω τη βία, λεκτική και σωματική, απ’ όπου κι αν προέρχεται, και, γι’ αυτό, επιθυμώ την εφαρμογή του νόμου με δίκαιο τρόπο και προς κάθε κατεύθυνση. Εξυπακούεται, επίσης, ότι διαφωνώ όχι μόνο με τα καμώματα και τις πρακτικές της Χρυσής Αυγής, που κινείται στον ακροδεξιό χώρο, αλλά και των συλλογικοτήτων εκείνων, που παρεμβαίνουν παραβατικά και κινούνται στον ακροαριστερό.
Τα επισημαίνω όλα αυτά όχι, βέβαια, χάριν προσωπικής προβολής, αλλά γιατί πιστεύω, πως σ’ αυτά και άλλα εδράζεται το πρόβλημα, που έχει να κάνει με τη Χρυσή Αυγή και τους αριστερούς πολεμίους της, οι οποίοι, ενώ αντιμετωπίζουν την ίδια ως εγκληματική οργάνωση και καλά κάνουν, ακολουθούν άλλη τακτική με τις ακροαριστερές συλλογικότητες ανεχόμενοι τα μύρια όσα. Και για να γίνω πιο σαφής, εξηγούμαι.
Η Χρυσή Αυγή δεν μας προέκυψε ξαφνικά· εκκολάπτεται, χρόνια τώρα, έχει τις καταβολές της στη χούντα των συνταγματαρχών και, γι’ αυτό, δεν πιστεύει στη δημοκρατία και στον κοινοβουλευτισμό, ενώ προβάλλει, υπέρμετρα, τον εθνικισμό και την εθνικοφροσύνη με οδηγό τη μισαλλοδοξία. Εκμεταλλεύεται τα προβλήματα της χώρας λαϊκίζοντας στο έπακρο, υιοθετεί ακραίες συμπεριφορές και προσπαθεί να επιβάλλει τις αντιλήψεις της χρησιμοποιώντας όχι μόνο λεκτική, αλλά και σωματική βία, που, κάποιες φορές, καταλήγει ακόμα και στο έγκλημα. Γι’ αυτό και βρίσκει απέναντί της τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών.
Εν τούτοις, ένα σημαντικό ποσοστό Ελλήνων, ιδιαίτερα κατά την περίοδο των μνημονίων, εξέφρασε με την ψήφο του την προτίμησή του στη Χρυσή Αυγή χωρίς να ενοχλείται, καθόλου, απ’ τις πρακτικές, που εφαρμόζει. Τόσο μεγάλη είναι η απέχθειά τους προς τα αστικά κόμματα και προς τους εκπροσώπους τους. Η απέχθεια αυτή ενισχύεται και απ’ τη διαπίστωση, ότι αριστερά κόμματα τύπου ΣΥΡΙΖΑ, που προωθούν τον διεθνισμό, όταν έχουν να κάνουν με βίαιες συμπεριφορές, εφαρμόζουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Έτσι, σφυρίζουν αδιάφορα και τις προσπερνούν, όταν προέρχονται από αριστερές συλλογικότητες, ενώ διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, όταν αυτές προέρχονται από Χρυσαυγίτες.
Πέραν τούτων, παρακολουθώντας τις διεθνείς εξελίξεις διαπιστώνει κανείς, ότι η έξαρση του εθνικισμού και φαινόμενα, σαν αυτό της Χρυσής Αυγής, δεν είναι «προνόμιο» μόνο των Ελλήνων, αλλά αποτελεί σημείο των καιρών και συναντάται και σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου υπάρχουν κοινωνικά προβλήματα και όπου ο εθνικισμός συγκρούεται με τον διεθνισμό. Αυτό σημαίνει ότι η αντιμετώπισή του δεν είναι μια εύκολη υπόθεση και ότι οι αφορισμοί και η φραστική καταδίκη, όταν, μάλιστα, συνοδεύονται από ασυνέπεια, δεν αρκούν.
Και επειδή, όπως προείπα, συμπεριλαμβάνω τον εαυτό μου στους πολεμίους της Χρυσής Αυγής, πιστεύω ακράδαντα, ότι το φαινόμενό της μπορεί να αντιμετωπισθεί, ευκολότερα, κρατώντας όλοι μας, κατ’ αρχήν, ίσες αποστάσεις και καταδικάζοντας τη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Μπορεί, επίσης, να συμβεί κάτι τέτοιο, αν και εφόσον βρεθεί τρόπος, ν’ αποδίδεται πιο άμεσα η δικαιοσύνη, αν φροντίσει η Πολιτεία διά των εκπροσώπων της να μην είναι η χώρα μας ένα ξέφραγο αμπέλι στον κάθε τυχόντα και αν δώσει, προπάντων, λύσεις στα χρονίζοντα προβλήματα της χώρας, τα οποία αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία ενίσχυσης των ποσοστών της.
Πέραν τούτων, θα πρέπει όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου ν’ αντιμετωπίζουν τη Χρυσή Αυγή και τους ομοίους της με ενιαία στάση και όχι, όπως βολεύει το καθένα στις επιδιώξεις του. Και επειδή κυβερνούν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δεν είναι πολιτικά ορθό, στην προσπάθειά τους να πλήξουν τη Ν.Δ., να ταυτίζουν την ίδια ή στελέχη της με τη Χρυσή Αυγή, γιατί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, κουβαλάνε νερό στον μύλο της νομιμοποιώντας την. Ούτε θα πρέπει, βέβαια, οι ψήφοι της, άλλοτε, να προσμετρούνται σε αποφάσεις του Κοινοβουλίου και, άλλοτε, όχι, αλλά να αντιμετωπίζονται ενιαία, ενώ η εκκρεμούσα δίκη εναντίον στελεχών της πρέπει να τελειώσει, επιτέλους, το συντομότερο δυνατόν, και να μην πυορροεί, για ευνόητους λόγους, στην πορεία προς τις εκλογές.
Μόνο έτσι, πιστεύω, μπορεί να αντιμετωπισθεί με επιτυχία το φαινόμενο της Χ.Α. και, αν δεν εξαλειφθεί, να περιορισθεί η βία και η εγκληματικότητα στη χώρα. Αλλιώς, ματαιοπονούμε.
Από τον Κώστα Γιαννούλα