Τη ρούφηξα. Πνίγηκα μέσα της. Σκαρφαλωμένοι στο τραμ, νέοι που γνώριζαν πως μπορεί να μην έφταναν ποτέ στη μέση ηλικία, μεσήλικες που διαισθάνονταν πως η ζωή τους κόβονταν στη μέση για πάντα, παιδιά που παρασυρόμενα από τη γενική φρενίτιδα ένιωθαν να ανδρώνονται σε μια στιγμή. Όλοι τους σήκωναν τα χέρια στον αέρα, ζητωκραύγαζαν μεθυσμένοι σε ένα πάρτι αδρεναλίνης.
Και σκέφτομαι το σήμερα. Θα σταματούσε άραγε η κυκλοφορία; Θα άδειαζαν οι καφετέριες; Θα διακόπτονταν μεμιάς το στρίψιμο τσιγάρων από μουσάτους άνεργους πανεπιστημίων; Θα άφηναν πάραυτα την τηλεόραση να παίζει μόνη της το GNTM οι μοδάτες νεαρές; Θα έψαχναν αμέσως οι έφεδροι τις αρβύλες; Θα σταματούσαν με τη μία στην 5η πίστα του ηλεκτρονικού παιχνιδιού οι πιτσιρικάδες με τα κινητά, αν γινόταν κάτι παρόμοιο; Δεν ξέρω. Ποιος ξέρει. Προβλέψεις μπορούν να γίνουν, εκτιμήσεις, προβολές στο μέλλον, αλλά η ζωή ξαφνιάζει.
Αν βασίσουμε πάντως τη κρίση μας στη σχεδόν απόλυτη ατομικότητα που μαστίζει την κοινωνία μας δε μπορούμε να έχουμε και πολλές ελπίδες. Η επιστράτευση δε θα απειλούσε το ιδιωτικό μας σπίτι άμεσα, οπότε ο συναγερμός μάλλον θα θεωρούνταν άκυρος. Αφού τα νερά δεν θα έμπαζαν στη μικρή μας βάρκα, θα αδιαφορούσαμε, πιθανώς, που θα πλημμύριζαν το κοινό μας καράβι. Αφού εστιάζουμε στο προσωπικό μας κόστος , μάλλον θα τρέχαμε στο γκισέ των τραπεζών για να αποσύρουμε τα όποια χρήματα δε προλάβαμε να στείλουμε στο εξωτερικό.
Η θεώρηση της κοινωνίας υπό το πρίσμα της ατομικότητας διαλύει το ανθρώπινο ψηφιδωτό στα κομμάτια του, τις ψηφίδες. Κάνει τον άνθρωπο βαρύ πρεσβύωπα, που κολλά στη μύτη του την εικόνα προκειμένου να την κατανοήσει. Έτσι όμως χάνει το σύνολο, υποτάσσει τη μορφή στην λεπτομέρεια, αγνοεί τη σύνθεση των ψηφίδων, το γενικότερο θέμα του κάδρου.
Αν βασίσουμε την κρίση μας στα προηγούμενα για να προβλέψουμε τα μελλούμενα και τη συνακόλουθη στάση μας σε ενδεχόμενο συναγερμό, τότε και πάλι δε μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι. Παλιά οι μανάδες μας σκούπιζαν εκτός απ’ την αυλή τους και τον μισό δημόσιο δρόμο μπροστά απ’ το σπίτι τους, όπου συναντούσαν την απέναντι γειτόνισσα που σκούπιζε τον αντίστοιχο μισό δικό της. Τώρα σπρώχνουμε τον κάδο των απορριμμάτων προς το μέρος της κρυφά τη νύχτα. Παλιότερα οι άνθρωποι έχτιζαν μαζί γεφύρια, καλντερίμια, καμπαναριά και εκκλησίες ακόμα κι ένα σπίτι οικογένειας που δε μπορούσε να αντέξει οικονομικά τους επαγγελματίες μαστόρους. Σήμερα θα καταγγείλουμε το γείτονα που στερέωσε δύο ράγες στον εξωτερικό τοίχο για να ανεβαίνει με την πλατφόρμα στον πρώτο όροφο το αναπηρικό αμαξίδιο του ανήμπορου πατέρα (γεγονός). Πριν από χρόνια οι γονείς μας χαίρονταν που οι δάσκαλοι μάς ανάγκαζαν να μαζεύουμε τα σκουπίδια στις αυλές των σχολείων διδάσκοντας μας βιωματικά (να μια λέξη ξερή, σκελετωμένη έτσι όπως χρησιμοποιείται σήμερα) υπευθυνότητα. Σήμερα τέτοιοι δάσκαλοι επιτιμώνται από γονείς που θεωρούν ότι τα τέκνα τους προσβάλλονται επιχειρηματολογώντας ότι για το σκοπό αυτό υπάρχουν οι καθαρίστριες (κι αυτό γεγονός). Μόνο που ούτε αυτές, ούτε καν οι μανάδες θα ακολουθήσουν αύριο τα βλαστάρια τους στα (βρόμικα) βήματα τους στην κοινωνία.
Η Ελλάδα είναι η χώρα με τα πιο καθαρά σπίτια και τους πιο βρόμικους δημόσιους χώρους. Ρίξτε μόνο μια ματιά χαμηλά όπου υπάρχει ΑΤΜ και παρατηρήστε πόσες αποδείξεις συναλλαγών χάσκουν στα πεζοδρόμια σα τεράστιες νιφάδες χιονιού που δε λιώνουν ποτέ. Η χώρα αυτή φανερώνει την απροθυμία της, τη δυσαρέσκειά της στο κοινό, στο δημόσιο αγαθό σε κάθε βήμα, εκδηλώνει με όλους τους τρόπους τη δυσανεξία της σε αυτό που μοιράζεται, σε αυτό που δε θεωρεί αποκλειστικά δικό του ο καθένας.
Πόσοι θα στήσουν αυτί τελικά, πόσοι θα δηλώσουν κουφοί, πόσοι θα δηλώσουν ότι παράκουσαντις σειρήνες μένει να αποδειχτεί στην ίδια τη ζωή. Σε κοινωνικούς συναγερμούς πόσοι θα ακούσουν το κάλεσμα της ιστορίας, το σφύριγμα της μοίρας, το προσκλητήριο της φυλής μένει άδηλο, κρυφό. Μέχρι να γίνει, μέχρι να συμβεί.
Ως τότε ας ελπίσουμε στο συμπέρασμα των κοινωνικών επιστημών που έχουν αποδείξει ότι πολλές φορέςη συμπεριφορά μας ορίζεται από τις συνθήκες κι όχι από το χαρακτήρα μας. Ας ποντάρουμε στην απαλλαγή μας απ’ όλους τους σύγχρονους δαίμονες της εγωιστικής ατομικότητας, της προσωπικής συμφεροντολογίας, του νωθρού ωχαδελφισμού. Ας ρισκάρουμε στο τέλος την αποδέσμευσή μας από τη φυλακή του ναρκισσισμού. Μπορεί και να το αντέξουμε! Φτου, ξελευθερία!
Από τον Δημήτρη Παπαχατζόπουλο