Έτσι, ο επιτιθέμενος κατά της Ελλάδας ιταλικός γίγας, μέσα σε λίγους μήνες κατανικήθηκε από τον λαό μας. Στον πόλεμο του 40, στην πορεία προς τη νίκη, στοιχήθηκαν με τους φαντάρους, οι πολίτες και ο ΤΥΠΟΣ, με αιχμή τους πολεμικούς δημοσιογράφους- ανταποκριτές, οι οποίοι είχαν στα χέρια τους ένα εξίσου με τα ντουφέκια όπλο τη γραφίδα.
Στις 9 το πρωϊ της 28ης Οκτωβρίου, ο Ραδιοφωνικός σταθμός μετέδιδε εμβατήρια, το τραγούδι «ο Τσοπανάκος» και τον Εθνικό Ύμνο. Μετά, ο εκφωνητής με την ιδιάζουσα φωνή, ακούγεται να λέει: «Εδώ, Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών. Ακούτε το Ανακοινωθέν του Επιτελείου Στρατού. Αι Ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις, προσβάλλουν από τις 5,30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνο-αλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται επί του πατρίου εδάφους». Τα ερτζιανά στη συνέχεια μεταφέρουν στους Έλληνες τα μηνύματα νίκης και τονώνουν το ηθικό φρόνημα και την καθολική Αντίσταση.
Στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο το έργο της ενημέρωσης στο αλβανικό μέτωπο το είχαν οι εφημερίδες, με τους πολεμικούς ανταποκριτές και τους αρθρογράφους, Βέβαια, ο Τύπος βρέθηκε υπό καθεστώς λογοκρισίας, λόγω της 4ης Αυγούστου. Αλλά, όμως, ο Μεταξάς τώρα, δεν θεωρεί τον Τύπο αντίπαλο και για την επίτευξη του εθνικού στόχου, επιχείρησε μια προσέγγιση. Έτσι, δύο ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, κάλεσε τους ιδιοκτήτες του αθηναϊκού τύπου και τους είπε «….Αυτή την ώρα θέλω την πένα σας και την ψυχήν σας. Θα σας πω ακόμα και τα μεγάλα μου πολιτικά μυστικά σχετικά με την εθνικήν μας περιπέτεια, ώστε να γράφετε, όχι συμμορφούμενοι προς τας οδηγίας μου, αλλά εμπνεόμενοι από την προσωπική σας πίστιν και γνώσιν των πραγμάτων….»
Οι εφημερίδες καλύπτονται από ανταποκρίσεις του πολεμικού μετώπου, από χάρτες στους οποίους φαινόταν η διάταξη των ελληνικών δυνάμεων και από ασυνήθιστες γελοιογραφίες, οι οποίες σατίριζαν και απομυθοποιούσαν τη δύναμη του εχθρού. Βέβαια, οι εφημερίδες δεν είχαν σταματήσει να βγάζουν ειδήσεις και από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων και την καλλιτεχνική, όπως για τα προγράμματα των κινηματογράφων και θεάτρων. Κα όταν μετά, η Γερμανική σβάστικα υψώθηκε στον Ιερό Βράχο, ο αδούλωτος Τύπος, σαν νέος Παρθενώνας, στέλνει το φως του από τις ελεύθερες χώρες του εξωτερικού
Η εφημερίδα «Καθημερινή» στο φύλλο της 29ης Οκτωβρίου 1940, γράφει κάποιες «Εντυπώσεις από το δρόμο και τη ζωή». Η Εφημερίδα, Ασύρματος της 28ης Οκτωβρίου, ειρωνικά σε κάποιο άρθρο του με τον τίτλο: «Τους γνωρίζουμε», γράφει Τους γνωρίζουμε καλά, Είναι οι δολοφόνοι της Τήνου, οι οποίοι το πρωϊ της 15ης Αυγούστου, την ώραν όπου η ευσεβής ψυχή της Ελλάδος ανέμενε το θαύμα της Θεομήτορος, αυτοί εκσφεδόνησαν τας τορπίλλας των… »
Αλλά, όμως περισσότερο από τα άλλα δημοσιεύματα και σχόλια, προκαλούσαν ενθουσιασμό και συγκίνηση τα κείμενα των δημοσιογράφων-πολεμικών ανταποκριτών στο μέτωπο. Οι δημοσιογράφοι, πολεμικοί ανταποκριτές, έχοντας για όπλο τη ΓΡΑΦΙΔΑ, μάχονταν στην πρώτη γραμμή με τους φαντάρους μας, στα σύνορα, όπου ο ελληνικός λαός τα χάραξε με το αίμα του, μαζί με τους ακρίτες μας. Στα «ΝΕΑ», για τη δράση του Πυροβολικού, στις 29 Δεκεμβρίου, αναφέρονται τα εξής: «Η Μοίρα Χ, ενός Συντάγματος ορειβατικού πυροβολικού, κατέλαβε χθες πολύ πρωϊ τας θέσεις της, κάπου εις τα υψώματα της Πίνδου τις απόκρημνες και απάτητες βουνοκορφές. Οι άνδρες χωμένοι ως τα γόνατα στις λάσπες, ξεπαγιασμένοι από το κρύο, βάδιζαν γρηγορότερα από τις άλλες μέρες. Κούραση δεν ένοιωθε κανείς πολεμιστής, την μετρίαζε και την εξαφάνιζε η χαρά της νίκης. Η Μοίρα Χ, βρισκόταν στην εφεδρεία και όλοι περίμεναν την ώρα να βαδίσουν προς τον εχθρό. Δεν είχε σημάνει ακόμα εγερτήριο και δύο εχθρικές οβίδες σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια και έσκασαν δίπλα στον καταυλισμό και όλοι σηκώθηκαν στο πόδι. Δύο ομοβροντές βαρέος πυροβολικού απάντησαν στην ιταλική πρόκληση. Και οι οβίδες έπεφταν σαν βροχή στην εχθρική πυροβολαρχία. Η ιταλική πυροβολαρχία διελύθη. Οι άνδρες εγκαταλείπουν τα πυροβόλα και τα ζώα και τραβούν προς τις χαράδρες. Το πεζικό εξορμά και η ομίχλη σκεπάζει τα υψώματα . Μέσα στην πνιχτή υγρασία της, αντιλαλεί η βροντόλαλη, θριαμβευτική, μυριόστομη, φοβερή ιαχή. ΑΕΡΑ ΑΕΡΑ» Ακριβώς αυτόν τον αέρα της προσδοκίας για την τελική νίκη , μετέδιδε ο τύπος του 40.
Ίσως τα κείμενα των ανταποκριτών του 1940 να ήταν εφήμερα, αφού τα διάνθιζαν οι προσωπικές εντυπώσεις και η συναισθηματική έξαρση του ανταποκριτή- συντάκτη, ο οποίος πιθανόν να μην ήταν γνώστης των λεπτομερειών των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Τα κείμενα αυτά έγραψαν ιστορία, γιατί την ιστορία την γράφουν οι άνθρωποι και όχι οι άψυχες γραφίδες. Έτσι, μπορούμε να πούμε πως οι εφημερίδες εκείνης της εποχής ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του λαμπρού έπους του 1940, που μαζί με τους φαντάρους μας λάμπρυναν τη δόξα και το μεγαλείο της Ελλάδας.
Από τον Απόστολο Ποντίκα, φιλόλογο, θεολόγο