Τα μαλλιά ανεμίζουν και στα αφτιά βουίζουν οι ισχυροί αγέρηδες που έρχονται από τη θάλασσα. Δεν είναι εδώ η γλυκιά Μεσόγειος με τις αμμουδερές παραλίες της. Δεν είναι τα ευεργετικά αυγουστιάτικα μελτεμάκια που δροσίζουν. Εδώ, το νιώθεις, γίνεται πόλεμος. Γίγαντες, τιτάνες, όλες της γης οι δυνάμεις, έχουν ανοίξει πόλεμο με τις θαλάσσιες θεότητες και έλεος δεν υπάρχει μηδέ για τους ανθρώπους μηδέ για τους ναυτικούς και τα καράβια τους... Τα κύματα πιάνουν 25 μέτρα, μετρημένα με τα τελειότερα μέσα.
Γύρισα όλη αυτή τη χώρα της Ιβηρικής, μα γοητευτικότερο σημείο απ’ αυτό το ανεμοδαρμένο ακρωτήρι δεν ηύρα. Εδώ τελειώνει η ζωή, λες. Εδώ ξεκινά ένας άλλος κόσμος, ο Νέος Κόσμος, όπως τον αποκαλούσαν τα παλιά βιβλία της Γεωγραφίας, καθώς από τούτο δω το ακρωτήρι πέρναγαν οι καραβέλες Ισπανών και Πορτογάλων πριν το μεγάλο ρεσάλτο για τις (νομιζόμενες) Δυτικές Ινδίες που ήταν μια νέα ήπειρος, η Αμερική… Σε τέτοιους τόπους απλώνεις το χέρι και είναι σαν να αγγίζεις την ιστορία.
Σκηνικό δεύτερο, το λιμάνι του Πόρτο. Πίσω από τις δεκάδες καφετέριες και τα τουριστικά ρεστοράν, υπάρχει η πραγματική ψυχή του λιμανιού. Είναι κάτι παλιόσπιτα πολυκαιρισμέρνα, σφαλιστά, εγκαταλειμμένα. Η αλμύρα, συσσωρευμένη εδώ και αιώνες στα ντουβάρια τους σχηματίζει ένα παχύ στρώμα. Και κάτι στοιβαγμένα κρασοβάρελα μαρτυρούν το εμπόριο που γινότανε άλλοτε με τα ιστιοφόρα να διαπλέουν τόσο άγριες θάλασσες.
Θεούλη μου! Τι ψυχή είχαν κείνα τα λιμανίσια αγρίμια; Για πού ξεκινούσαν; Για πού πήγαιναν μέσα στο χαμό του ωκεανού, όπου, σε αντίθεση με τη Μεσόγειο, δεν βλέπεις τη στεριά του επόμενου κοντινού νησιού, παρά μονάχα το άπειρο και τη γραμμή του ατέλειωτου ορίζοντα; Ήταν τόσο απελπισμένοι ή τόσο τυχοδιώκτες; Και να σκεφτείς εγώ, μαζί με χιλιάδες άλλους λουόμενους στην κοσμική παραλία της Ναζαρέ, ίσα που καταφέραμε να μπούμε μέσα ένα μέτρο στον Ατλαντικό. Η ξεναγός μας, άλλωστε, στο λεωφορείο έγινε κουραστική να μας επαναλαμβάνει πόσο επικίνδυνο είναι – λόγω ρευμάτων- να ξανοιχτεί κανείς πέραν του ενός – δύο μέτρων στον ωκεανό. Και πόσο παγωμένος θα πρόσθετα! Μόνο όσοι κολύμπησαν σε ποτάμι πάνω σε βουνό μπορούν να καταλάβουν…
Πορτογαλία 2018... Μια ήσυχη χώρα, περιποιημένη παντού, μια χώρα που φαινομενικά δείχνει απροβλημάτιστη. Τα Μνημόνια έχουν τελειώσει, οι μισθοί σταθεροποιήθηκαν, το ίδιο και οι συντάξεις και – κυρίως- έπεσε κατά πολύ, σχεδόν δεν είναι πρόβλημα, το άγος της ανεργίας.
-Πώς τα κατάφεραν ρε παιδί μου αυτοί; αναρωτιέσαι διατρέχοντας τη χώρα και ενώ το ημερολόγιο δείχνει 21 Αυγούστου και τα ελληνικά Site – από τα οποία ενημερώνεσαι για τις εξελίξεις στην Ελλάδα- αναγγέλλουν το (τυπικό) τέλος και των ελληνικών Μνημονίων.
- Πώς τα κατάφεραν; Αφού τους βλέπεις… Σαν άνθρωποι είναι «τα ζώα μου αργά» που λέμε εμείς οι έξυπνοι, καμιά σχέση με τη σπιρτάδα και το «τσαγανό» του Έλληνα. Έχουν τους ρυθμούς τους και δεν τους αλλάζουν με τίποτε. Μπαίνεις σε ένα εστιατόριο χωρίς ιδιαίτερο κόσμο, και ασχολούνται μαζί σου μετά από κανένα μισάωρο, για να σου σερβίρουν – συνήθως- σε καμιά ώρα. Στα μαγαζιά οι πωλήτριες δεν θα ασχοληθούν ποτέ μαζί σου αν δεν τις ενοχλήσεις.
-Δεν τρων ψωμί αυτοί στην Ελλάδα, μου λέει ο διπλανός μου κι αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
Μα, συζητώντας με κάποιους ανθρώπους που ζουν εκεί, γρήγορα αντιλαμβάνεσαι πως είναι άνθρωποι πειθαρχημένοι. Πενήντα χρόνια δικτατορίας του Σαλαζάρ άφησαν μια άλλη νοοτροπία. Ό, τι αποφασίσει το Κράτος, είναι Νόμος και στον Νόμο υπακούμε. Έχουμε εμπιστοσύνη, λειτουργούμε συλλογικά και πετυχαίνουμε στόχους. Η Πορτογαλία θυμίζει έτσι μια μέτρια ποδοσφαιρική ομάδα που όμως έχει ομοιογένεια και τακτική στο παιχνίδι της, σε αντίθεση με χώρες τύπου Ελλάδας, με πολλές «βεντέτες» στο ρόστερ, με το ατομικό ταλέντο να ξεχειλίζει, αλλά στο τέλος συλλογικά χαμένοι, ρίχνουμε ο ένας ευθύνες στον άλλο.
Εντάξει, το δέχομαι. Δεν έχουν και εξωτερικά προβλήματα, άρα δεν έχουν το άχθος των εξοπλισμών. Με τους γείτονές τους, τους υπερόπτες και φανφαρόνους Ισπανούς, διαφωνούν μόνο στα θαλάσσια όρια για την αλιεία του μπακαλιάρου και της σαρδέλας. Κατά τα λοιπά υπάρχει συμπάθεια. Με μας τι κάνεις και τους πασάδες της Ανατολίας που έχουμε μπλέξει…
Πονάς στην Πορτογαλία εσύ ο Έλληνας. Γιατί αυτοί, που κάποτε ήταν η καταραμένη φτώχεια της Ευρώπης, με το μισό διαθέσιμο εισόδημα του Έλληνα, με όλους τους δείκτες χαμηλότερα από τους δικούς μας, είναι σήμερα σεβαστοί στο ευρωπαϊκό κλαμπ και, όλο και πιο πολύ νοούνται μεταξύ των ανεπτυγμένων. Και τη βλέπεις αυτή την ανάπτυξη παντού, στα φροντισμένα πάρκα, στους άριστους δρόμους, στις δημόσιες υποδομές.
Τη Λισσαβόνα τη βρήκα πράγματι όσο όμορφη και γραφική την περιγράφουν οι τουριστικοί οδηγοί. Οκ, σαν τουρίστα τα Πρακτορεία Ταξιδίων θα σε τρέξουν στα κλασικά τουριστικά μέρη, θα σε πείσουν να δοκιμάσεις καλά και σώνει μπακαλιάρους και σαρδέλες... τουριστικής ποιότητας, ή θα σε πάνε να ακούσεις δήθεν παραδοσιακό «φάντο» που το πληρώνεις όσο ακριβά τα μπουζούκια στην Ελλάδα. Αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Σαν εκπαιδευμένος τουρίστας, όπως είναι πια η γενιά μας –καίτοι η κρίση περιόρισε κατά πολύ τα ταξίδια μας- μπορείς να δεις και να πιάσεις στον αέρα την «ψυχή» του ξένου τόπου.
Αυτήν την ψυχή τη βρίσκεις ίσως φευγαλέα στην παλιά πόλη («Αλφάμα») με τα στενοσόκακα και τα παλιά σπίτια των ναυτικών. Ήταν Κυριακή πρωί και οι τουρίστες δεν είχαν πλακώσει ακόμη. Από τα ανοιχτά παράθυρα άκουγες στο ραδιόφωνο την καθολική θεία λειτουργία, και στον αέρα έπιανες μυρουδιές από το φαγητό που ετοιμαζόταν. Στα δρομάκια έβλεπες ηλικιωμένες κυρίες καθαρές, περιποιημένες, ντυμένες τα κυριακάτικά τους να πηγαίνουν στην εκκλησία. Στα καφενεδάκια της γειτονιάς καθημερινούς ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας να διαβάζουν την εφημερίδα τους, τη μια για τα κατορθώματα του εθνικού Ρονάλντο, στην Ιταλία πλέον, την άλλη για τη μείωση του ποσού που καταβάλλουν οι γονείς για την αγορά βιβλίων - εκεί η εκπαίδευση δεν είναι εντελώς δωρεάν.
Από το βάθος, πάλι εκείνος ο αέρας του Ατλαντικού εισβάλλει στην παρακείμενη παραλιακή «Πλατεία Εμπορίου» και σε τρελαίνει. Μα είναι ο καλύτερος καιρός για τα πανιά των θαλασσοπόρων. Ο ωκεανός μπροστά, πάντα ανταριασμένος είναι εδώ και σε καλεί…
Πώς τα κατάφεραν αυτοί και έλυσαν τους κάβους; Στο μυαλό μου κουδουνίζουν στίχοι από ένα γνωστό τραγουδάκι του Βασίλη Παπακωνσταντίνου :
Άντε να λύσουμε, να ξεκινήσουμε… Και τους βαρέθηκα, δεν τους μπορώ να ξενυχτήσουμε και να μεθύσουμε να τους ξεχάσουμε όλους εδώ...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr