Τον ίδιο, αν και έπρεπε να τον πούνε κι αυτόν Δημήτρη όπως τον παππού του και τον παππού του παππού του, ο δάσκαλος του χωριού που τον βάφτισε επέλεξε να του δώσει το όνομα του μυθικού βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαο. Μέγα σούσουρο είχε ξεσπάσει τότε στο χωριό για την «ασέβεια» του δασκάλου στον προστάτη του χωριού.
Μελαχρινός όπως οι καλαμιές μετά τη φωτιά ο Μενέλαος, είχε μεγαλώσει μέσα στη φτώχεια αφού ο πατέρας του είχε σπαταλήσει μισό κλήρο χωράφια σε τσίπουρο και κρασί, «όλη την περιουσία την πέρασε από την κοιλιά του» έλεγαν χαιρέκακα οι συγχωριανοί του για τον πατέρα του. Μόνη του περιουσία τα προικιάρικα έξι στρέμματα της μάνας του που η ίδια με πολλή προσπάθεια κατάφερε να μείνουν απούλητα και να μην ρευστοποιηθούν. Από μικρό παιδί στη βιοπάλη ο Μένιος -όπως τον φώναζαν-, αγωνιζόταν για να τα βγάλει πέρα, όλες τις δουλειές τις έκανε. Βόσκησε ξένα πρόβατα, δούλεψε σε ξένα χωράφια, πήγε και για λίγο στην πόλη αλλά δεν μπορούσε να αφήσει τη μάνα του μόνη της, δεν τον «πιάνονταν».
Είχε στο μυαλό του και τον γάμο και ήθελε κοπέλα από το χωριό του ή τουλάχιστον από τα χωριά κοντά. Καμιά δεν το ήθελε το φτωχαδάκι όμως, μέχρι και οι προξενήτρες από κάποια στιγμή και μετά σταμάτησαν να μεταφέρουν τις προτάσεις. Τελικά ο Μένιος πήρε μια κοπελίτσα από την Αλβανία, που είχε έρθει στο χωριό με τις πρώτες φουρνιές Αλβανών. Αλβανέζα την ανέβαζαν, αβάπτιστη την κατέβαζαν οι γυναίκες του χωριού που επέκριναν τον μικτό γάμο. Τι κι αν είχε βαπτιστεί ορθόδοξη, γι’ αυτές πάντα ήταν ξένη. Καρπός της ένωσης ένα κορίτσι και δύο «παιδιά». Υπεράνθρωπες προσπάθειες έκανε ο Μένιος για να τα φέρνει βόλτα και να προσφέρει στα παιδιά του τα απαραίτητα... Αλλά και πάλι, μέσα στις στερήσεις μεγάλωσε η οικογένεια.
***
Το κορίτσι το βάφτισαν Ανθή, στη μάνα του Μένιου. Μαύρα τα μάτια της Ανθούλας, σκούρη η επιδερμίδα της σαν του πατέρα της, από τη μάνα της είχε πάρει τον ψηλόλιγνο τύπο του σώματος. «Ξένα» τα λόγιζαν και τα παιδιά του Μένιου, κι από κοροϊδίες και πειράγματα άλλο τίποτα. Την Ανθούλα δε, ατσούμπαλη και μελαχρινή καθώς ήταν και τι δεν της φώναζαν: κατσίβελε, γύφτισσα, μαυροτσούκαλο, τηλεγραφόξυλο, αλβανάκι, να φύγει να πάει πίσω στη χώρα της και πόσα άλλα ακόμη. Θύμωνε, στεναχωριόταν, έκλαιγε, αλλά δεν έλεγε τίποτα στους γονείς της, που τους έβλεπε πάντα αποκαμωμένους από τις δουλειές. Πρώιμα μεγάλωσε η Ανθή, δεν ήθελε να προσθέτει τις δικές της σκοτούρες στα βάσανα των γονιών της, δεν ήταν σωστό πίστευε. Ούτε όταν πήγε στο γυμνάσιο που ήταν στο διπλανό χωριό σταμάτησαν οι προσβολές και οι κοροϊδίες αν και έκανε μερικές φιλίες, κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτή.
Οσο την κορόιδευαν όμως τόσο ατσαλωνόταν η Ανθή, άριστη μαθήτρια ήταν, το είχε βάλει πείσμα να περάσει στο Πανεπιστήμιο και να φύγει από το χωριό.
Στο λύκειο, στην εφηβεία της, συνέβη το θαύμα και πήρε να ανθίζει η Ανθή κι από ασχημόπαπο μετατρεπόταν σε κύκνο. Τι κύκνος δηλαδή, οπτασία γινόταν, αερικό. Μάγισσα που έκλεβε τον νου. Μαγνήτης τα μαύρα μάτια της, αντικείμενο θαυμασμού το χάλκινο κορμί της. Βροχή οι προτάσεις των αγοριών, γοητευόταν η Ανθούλα, αλλά δεν ξεχνούσε τι περνούσε μέχρι χθες. Ούτε απέκλινε από τον στόχο του Πανεπιστημίου και της αποχώρησης από το χωριό.
Πέρασε στο Πανεπιστήμιο η Ανθή, Ψυχολογία στο Ηράκλειο, δεν κατάφερε να πιάσει τη Νομική, αφού λεφτά για φροντιστήρια δεν υπήρχαν. Ούτε για να σπουδάσει στην Κρήτη υπήρχαν, αλλά θα έπιανε δουλειά και θα συντηρούσε η ίδια τον εαυτό της. Η βοήθεια από τον πατέρα της -εάν υπήρχε- θα ήταν ελάχιστη. Σερβιτόρα δούλεψε στην αρχή, αλλά η ομορφιά της ήταν τόση που ήταν το διαβατήριο για όπου ήθελε. Επέλεξε να ακολουθήσει την τάση της εποχής και να γίνει κι αυτή «ινφλουένσερ», να εκμεταλλευτεί τη σελίδα της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δηλαδή, να ανεβάζει φωτογραφίες και μέσω αυτών να διαφημίζει διάφορα προϊόντα. Ηδη είχε πάρα πολλούς «φίλους» και «ακολούθους» που την κατέκλυζαν με «λάικ», «καρδούλες» και διθυραμβικά σχόλια για την ομορφιά της.
Εύκολα βρήκε εταιρείες που ήθελαν να διαφημιστούν απ’ αυτή, στην αρχή βέβαια ήταν εταιρείες μικρές και τα λεφτά λίγα, αλλά σιγά-σιγά την προσέγγισαν και μεγάλες με ποσά που ούτε καν είχε φανταστεί. Διαπίστωσε δε πως όσο πιο λίγα ρούχα φορούσε τόσο πιο πολλές ήταν οι εκδηλώσεις θαυμασμού και τόσο καλύτερα πήγαινε εμπορικά το προϊόν που διαφήμιζε. Την πίεζαν οι διαφημιστές και εταιρείες να «ανεβάζει» τις φωτογραφίες σχεδόν ημίγυμνη. Μαζί με τις προτάσεις από τις διαφημιστικές βέβαια, άρχισαν να έρχονται και προτάσεις από διάφορους κύριους για να τους «συνοδεύει» σε διάφορες εκδηλώσεις, αλλά τις αρνιόταν κατηγορηματικά. Στο μυαλό της άλλωστε ήταν κάτι πρόσκαιρο ίσα-ίσα για να μπορέσει να σπουδάσει και μετά θα έβγαζε τα προς το ζην ασκώντας το επάγγελμά της.
Κι ενώ όλα στη ζωή της Ανθής εξελίσσονταν όπως τα ήθελα, συνέβη κάτι που την έκανε να χάσει τη γη κάτω από τα πόδια της: «Ανέβασε» μία φωτογραφία διαφημίζοντας κοσμήματα, φορώντας μόνο αυτά και κάτι ελάχιστο ακόμη, ίσα που να κρύβει τη φύση της και τα στήθη της έχοντας ως φόντο την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου Μαραγκών του Ηρακλείου. «Επληξε» το θρησκευτικό αίσθημα πολλών και έσπευσαν οι αναμάρτητοι να ρίξουν τον διαδικτυακό λίθο, όπως συνήθως πράττουν οι επιτιμητές του πληκτρολογίου.
Οι «καρδούλες» και τα «λάικ» έγιναν «λυπάμαι» και «έλεος», τα αποθεωτικά σχόλια έγιναν αναθέματα που έφταναν κατά χιλιάδες. Ούτε όταν ζήτησε συγγνώμη σταμάτησαν να τη «λιθοβολούν», ρωμαϊκή αρένα με θεατές που διψάνε για αίμα μετατράπηκαν οι σελίδες της και αναγκάστηκε να τις κλείσει. Κι από κει που οι προτάσεις έρχονταν βροχή τώρα όλοι της είχαν γυρίσει την πλάτη. Ούτε το κλίμα στο Ηράκλειο τη σήκωνε, με μισό μάτι την κοιτούσαν και με το που γύριζε την πλάτη αμέσως άκουγε ψιθύρους. Αφησε για λίγο τις σπουδές της η Ανθούλα, μέχρι να καταλαγιάσει το πράγμα και γύρισε στο χωριό της. Τρελοί από περιέργεια οι χωριανοί ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν γιατί επέστρεψε η Ανθή. Εύκολα απέδωσαν το «λάθος» της στο «αλβανικό αίμα» που κυλάει μέσα της, ενώ δεν ήταν λίγοι όσοι μιλούσαν για τιμωρία του Αϊ-Δημήτρη στην ασέβεια που είχε διαπράξει πριν από χρόνια ο νονός του πατέρα της. «Στον Αϊ-Δημήτρη το ‘καναν, από τον Αϊ-Δημήτρη το βρήκαν» έλεγαν χωριανοί με θλίψη στο πρόσωπο αλλά με χαρά στην καρδιά, αφού δεν άντεχαν να βλέπουν την κόρη της «Αλβανέζας» να προοδεύει.
Παροδική η χαρά τους όμως, αφού η Ανθή όχι μόνο τέλειωσε τη σχολή της, αλλά πια ασκεί το επάγγελμά της με ιδιαίτερη επιτυχία…
Θανάσης Αραμπατζής
tharampa@gmail.com