Το προηγηθέν στη Θεσσαλονίκη στις 21 Ιανουαρίου είχε τον παλμό και τον ενθουσιασμό της συμμετοχής. Το τελευταίο στην Αθήνα έμοιαζε να εκφράζει μια αποφασιστικότητα, μια ανένδοτη στάση που επικυρώθηκε και από τη συμμετοχή ενός προσώπου που για την Ελλάδα, αν μη τι άλλο, αποτελεί εθνικό σύμβολο (ίσως από τα εναπομείναντα τελευταία), πνευματικός άνθρωπος, προσωπικότητα ανεπίληπτη και αδιαμφισβήτητη.
Αγνοώντας τη σπουδαιότητα ή την ιστορικότητα της στιγμής (άτολμος στην αξιολόγηση των γεγονότων και στη σπουδαιότητά τους), παρόλο τον πηχυαίο τίτλο περί ιστορικότητας της στιγμής, εύχρηστος και ανενδοίαστα προτασσόμενος από μεγάλο τηλεοπτικό δίκτυο που κάλυψε την ομιλία και το συλλαλητήριο – ανενδοίαστα πραγματικά – παραμένω στη μεγαλειώδη στιγμή της συγκέντρωσης, γιατί περί μεγαλειώδους πρόκειται χάρη στον όγκο της, συγκέντρωση που αντίστοιχη ανάλογη ο κόσμος είχε να δει από τις συγκεντρώσεις για τα πρώτα μνημόνια.
Κάπου εδώ, αρχής γενομένης βέβαια από τη Θεσσαλονίκη, αρχίζει και η πλήρης αποδόμηση του εγχειρήματος που επιχειρήθηκε υπό τη σκέπη κομματικών ή ακομμάτιστων ιδεολογιών.
Οι κομματικές, επίσημες ή προσωπικές εκφορές που επιχειρήθηκαν ήδη από το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, είχαν έναν χαρακτήρα απαξιωτικό με κοινό παρονομαστή την εθνικιστική ταυτότητα, τον φασιστικό και ακροδεξιό χαρακτήρα και όλα αυτά τα ωραία τσιτάτα που ακούστηκαν και αφορούσαν στην καπήλευση της κινητοποίησης από τέτοιες ομάδες. Η μόνη ιστορικότητα που μπορώ να επικαλεστώ έχει να κάνει με τη μαρτυρία την προσωπική όσο και χιλιάδων συμμετεχόντων στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, των δημοσιογράφων που την επόμενη μέρα δήλωναν ευθαρσώς την απομόνωση των ομάδων αυτών από τον υπόλοιπο κόσμο. Φαντάζομαι πως το ίδιο επιχειρήθηκε και στην Αθήνα. Στην δε Αθήνα, επιχειρήθηκε και κάτι άλλο, η απαξίωση του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη με το πρόσχημα του πνευματικού εκφυλισμού του και ακόμη την ασύλληπτη εικόνα της συνεύρευσης δεξιών και αριστερών υπό τους ήχους αντιστασιακών τραγουδιών. Σε όλα αυτά διατυπώθηκαν και οι φαιδρές απόψεις τύπου «Καρναβαλιστές του συλλαλητηρίου ενόψει Τριωδίου» που κάθε άλλο παρά σόκαραν ή ενόχλησαν. Ακούστηκαν, ωστόσο, και οι ισοπεδωτικές φωνές του τύπου «όταν σας βάζουν τα μέτρα δεν αντιδράτε και τώρα διαμαρτύρεστε», λες και η σύγκριση μεταξύ των δύο θεμάτων είναι δυνατή ή ελέγξαμε αν όσοι κατέβηκαν στο συλλαλητήριο απείχαν από τις κινητοποιήσεις για τα μέτρα.
Το κερασάκι στην τούρτα: η σχεδόν μηδενιστική στάση Μέσων Ενημέρωσης και επίσημων φορέων θύραθεν και εκκλησιαστικής προέλευσης και η απίστευτη… κωλοτούμπα με τριπλό λουπ μετά τη γιγαντώδη συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη με μετριότητες και συμβουλές πατρικού χαρακτήρα «να μην καπηλευτούν το πατριωτικό αίσθημα των συμμετεχόντων φασιστικές ή εθνικιστικές ομάδες».
Ας αναδομήσουμε το όλο σκηνικό από την αντίθετη: Θεωρώ πως την όποια προσπάθεια υποταγής του συλλαλητηρίου σε ομάδες εθνικοφρονούντων την κατάφερε ο απλός λαός πολύ νωρίτερα και με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι άλλες κομματικές ομάδες οι οποίες με τη στάση τους οδήγησαν δυστυχώς ένα μέρος του πληθυσμού να υποστηρίζει τέτοιες ομάδες, με την ανάλογη βέβαια ευθύνη να βαραίνει και τους ίδιους τους πολίτες. Αν θεωρούμε πως ο λοξοδρομημένος λαός χρειάζεται την πατρική φροντίδα κομματογεννημένων στελεχών και προσωπικοτήτων για να βρει τον ίσο δρόμο, ίσως θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας. Η όποια προσπάθεια καθυπόταξης σε κομματική ομπρέλα μιας αυθόρμητης κοινωνικής λαϊκής εκδήλωσης που από τη φύση της είναι υπερκομματική πέφτει και θα πέφτει στο κενό – είτε αυτό σημαίνει απόπειρα χαρακτηρισμού μιας τέτοιας εκδήλωσης ως δάχτυλος κομματικός ή ευρύτερα καθοδηγούμενος είτε απόπειρα πραγματικής καπήλευσης από κάποια πολιτική ή άλλη παράταξη με συγκεκριμένο δογματικό προσανατολισμό. Δύο ιστορικά γεγονότα το έχουν καθορίσει αυτό σε μεγάλο βαθμό (τα επόμενα δύο που μπορώ να επικαλεστώ): η υπονόμευση του κινήματος των αγανακτισμένων στα πρώτα χρόνια των μνημονίων και η ανατροπή του αποτελέσματος του περιβόητου δημοψηφίσματος του 2015 που θεωρώ ότι μένουν χαραγμένα πια στην πολιτική μνήμη όλων μας.
Εν προκειμένω προκύπτει το εξής, κατά την κρίση μου: τα εθνικά θέματα αποτελούν πάντοτε έναν σταθερό πυλώνα στη διαμόρφωση της πολιτικής γνώμης. Η υποβάθμισή τους από τις πολιτικές δυνάμεις μόνο κακό στις ίδιες μπορεί να κάνει. Όταν ένας λαός βιώνει μια διαρκή κοροϊδία και μέσα στην κοροϊδία βάλλεται ως ανώριμος και ανόητος επειδή επιχειρεί να εκφράσει τα εθνικά και πατριωτικά του συναισθήματα, τότε η μόνη του αντίδραση είναι να βγει στον δρόμο. Για πολλούς λόγους: γιατί τα εθνικά θέματα είναι πάντα σταθερές αξίες που δεν μεταβάλλονται σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται και συνεχώς αποχαρακτηρίζεται και χαρακτηρίζεται, γιατί η ιδέα είναι μια άυλη κατάσταση την οποία κανείς δεν μπορεί να την υποδουλώσει, γιατί τα υπόλοιπα συλλαλητήρια για τα μέτρα στο μυαλό του είναι σικέ (αλήθεια, αναρωτήθηκαν οι κομματικές παρατάξεις γιατί δεν είχαν ποτέ τόση συμμετοχή σε συλλαλητήρια δικά τους; Πιστεύουν πράγματι ότι δεν αφορά στο λαό η οικονομική καταπίεση;), γιατί η πολιτική είναι γι’ αυτόν πεδίο διαφθορέων.
Οι διαδηλωτές μίλησαν για τη Μακεδονία αλλά και για τη χώρα τους που πληγώνεται διαρκώς. Και επειδή ακούστηκαν διάφορες φωνές περί μη πολιτικού χαρακτήρα των συλλαλητηρίων, έρχομαι να ρωτήσω: τι καθιστά πολιτικό ένα συλλαλητήριο αν όχι η συμμετοχή των πολιτών που αντιδρούν και ζητούν την επίλυση κατά το συμφέρον της χώρας τους (άσχετα αν με αυτή τη λύση πολλοί συμφωνούν ή όχι) για ένα θέμα που θα λυθεί σε πολιτικό επίπεδο; Μήπως επειδή το θέμα έχει εθνικό χαρακτήρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτικό; Μήπως πολιτικό χαρακτήρα προσδίδει μόνο μια οργανωμένη κινητοποίηση υπό κομματική σκέπη; Από πότε τα εθνικά θέματα δεν εντάσσονται στα πολιτικά θέματα, όταν λύνονται σε επίπεδο πολιτικής;
Από τον Δημήτρη Νεοφώτιστο
* Ο Δημήτρης Νεοφώτιστος είναι φιλόλογος