– Καπετάνιε, φώναξε ο Κρητικός, πού θα ήσουν τώρα επαέ αν δεν πολέμαγες στη Νεγοβάνη;
– Σήμερα, Κρητικέ, είναι Κυριακή. Θα ήμουν με τη γυναίκα μου και θα διάβαζα στα παιδιά μου ιστορίες.
– Είναι μεγάλο το σπίτι σου, καπετάνιε;
– Όχι, δεν είναι πολύ μεγάλο, αλλά είναι όμορφο και πνιγμένο στα λουλούδια. Σε μια περιοχή της Αθήνας που τη λένε Κηφισιά.
– Μα τότε είσαι διπλά και τριπλά γενναίος. Άφησες όλα αυτά και ήρθες στη Μακεδονική γη να πολεμήσεις;
– Εσύ, Κρητικέ τι άφησες, για να έρθεις εδώ;
– Άφησα κατσίκες και λιόδεντρα και ωραία βουνά και νά ‘με, στα λασποτόπια της Μακεδονίας. Για την Ελλάδα μας!
– Για αυτήν μωρέ, για την πατρίδα, προσπάθησε να ψελλίσει ο καπετάνιος, μα στο νου του έφερε τα δυο παιδιά του και σα να λύγισε λίγο.
Ακούστηκε το σύνθημα, πλησίαζαν κάποιοι. Να ήταν Τούρκοι ή Βούλγαροι;
– Τούρκοι είναι, Γιουρούκοι χωρικοί, φτωχοί άνθρωποι, είπε κάποιος από την ομάδα.
– Αφήστε τους να φύγουν και πάμε, πρόσταξε ο καπετάνιος. Σήμερα δεν βρήκαμε συμμορίτες.
Ξεκίνησαν για την επιστροφή. Μόλις προσπέρασαν μια σάπια παλιά βαρκούλα, η δικιά τους βάρκα, σιγά και αθόρυβα, πέρασε το ποτάμι, ώσπου μέσα από την πυκνή βλάστηση που σκέπαζε την περιοχή, ξεπρόβαλε η καινούρια τους καλύβα. Προχειροφτιαγμένη και σχετικά μεγάλη, έστεκε κρυμμένη σε ένα παραπόταμο του Αλιάκμονα, μοιάζοντας περισσότερο με στέκι ψαράδων. Πλάι της δέσποζε μια μουριά, που εκμεταλλεύτηκε ένα μικρό κομμάτι χέρσας γης για να ορθώσει τον γιγάντιο, μαύρο κορμό της. Υψωνόταν ακλόνητη και αντί να υπομένει το μαράζωμα, άπλωνε απειλητικά τα κλαδιά της, προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο παχύς ίσκιος της, χάριζε σε όλους ένα αίσθημα ασφαλείας. Τα υπόλοιπα δέντρα, όσα δεν είχαν ξεραθεί, ήταν εντελώς καχεκτικά και καλυμμένα από τα θεόρατα ψιθυριστά καλάμια. Εδώ περνούσαν ώρες ατέλειωτες, καταστρώνοντας σχέδια, χαμένοι στην ζούγκλα του ποταμιού. Περιμένοντας την κατάλληλη συγκυρία να πάνε προς τα χωριά, όπου ο ελληνισμός ήταν τρομοκρατημένος. Πόσες φορές δεν αναλογίστηκε ο Ζέζας, τι γυρεύει εδώ πέρα αυτός! Ένας μελλοντικός στρατιωτικός γραφείου, γιος δημάρχου, γαμπρός πρωθυπουργού, με μια όμορφη γυναίκα και δυο παιδιά.
– Καπετάνιε! του φώναξε ο Γκίσιος, σκορπίζοντας μεμιάς τις σκέψεις του. Βάλε λάσπη παντού, χάι χάι, γιατί τα αγριοκούνουπα αυτά πίνουν αίμα ελληνικό, τούρκικο, βουλγάρικο, δεν ξεχωρίζουν.
Γέλασε ο καπετάνιος με τον Γκίσιο, που όταν τελείωνε κάθε του πρόταση πάντα έβαζε κι ένα χάι, χάι σα να έλεγε καλά-καλά. Με κάθε του κουβέντα και με το απαλό κυματιστό του γέλιο, έφερνε πάντα την ευθυμία στην ομάδα. Αλλά ήταν και ο μόνος ντόπιος οδηγός που είχαν. Καταγόταν από το Κωσταράζι, ένα όμορφο χωριό της Καστοριάς. Συχνά έχανε τον προσανατολισμό του. Η ομάδα όμως πάντα τον συγχωρούσε και ας του φώναζαν οι Κρητικοί με τις αγριοφωνάρες τους λίγο παραπάνω.
Έμαθε να μιλάει Ελληνικά στα δεκατρία του και πάντα απευθυνόταν δυνατά σ’ όλους: «Έλληνες ήμασταν πάντοτε και οι πατέρες μας και οι παππούδες μας. Ας είμαστε σλαβόφωνοι, η καρδιά μας είναι πάντα ελληνική. Την Ελλάδα δεν την έχουμε στα χείλη, αλλά στη ψυχή μας». Μπροστά στα έντρομα παιδικά του μάτια, Βούλγαροι κομιτατζήδες σκότωσαν τον πατέρα του. Είχε πολλούς ξενόφωνους στην ομάδα του ο καπετάνιος. Όλοι τους δοκιμάστηκαν σκληρά και όλα τα υπέμεναν. Το μόνο που δεν άντεχαν, ήταν να αμφιβάλει κανείς για την ελληνική τους συνείδηση. Πολλές φορές η βουλγάρικη τρομοκρατία ήτανε πιο σκληρή σε αυτούς, παρά στους ελληνόφωνους ομόφυλούς τους. Υπήρχαν βέβαια και μερικοί δωσίλογοι που πήγαιναν εκεί που έγερνε η πλάστιγγα και πολλοί άλλοι που αδιαφορούσαν για τα τεκταινόμενα, καθώς η έννοια τους ήταν βαθιά εγκλωβισμένη στις καθημερινές τους δυσχέρειες και στα προβλήματα επιβίωσης.
Τα σκεφτόταν όλα αυτά ο καπετάνιος και περνούσε τις ατελείωτες ώρες του μακριά από τις ανέσεις του στην Αθήνα. Περνούσε ο καιρός, με μια ρουτίνα που ήταν γεμάτη κινδύνους. Η καλύτερη στιγμή του, ήταν τα γράμματα με τη γυναίκα του• ένιωθε τότε σαν να ήταν κοντά της, σα να μιλούσε με τα παιδιά του.
Έφυγε άλλη μια νύχτα σιωπηλά, η ομάδα θα ξεκινούσε πάλι πολύ πρωί. Είχαν πληροφορίες για μια καινούρια φουρνιά συμμοριτών. Κοπάδια βουβαλιών έβοσκαν αμέριμνα, αλλά ακόμα και αυτή η αθώα εικόνα μπορούσε να κρύβει παγίδες, καθώς οι Βούλγαροι προσποιούμενοι τους βοσκούς, έκρυβαν όπλα κάτω από τις κάπες τους. Ούτε κι αυτήν τη μέρα όμως συνάντησαν τίποτα. Δυο τρεις καινούριοι Κρητικοί που ήρθαν στην ομάδα, λύσσαξαν από την απραγία. Τόσες μέρες είχαν εδώ και μυρωδιά από μπαρούτι δεν είχαν πάρει. Τους κατάλαβε ο καπετάνιος. – Κάντε υπομονή, έλεγε, και θα έρθει η ώρα να πολεμήσετε.
Τα αστεία δίνανε και παίρνανε και εκείνο το βράδυ. Άρχισαν τις μαντινάδες τους οι Κρητικοί. Θα έφευγαν πάλι πριν το ξημέρωμα, τακτοποιούσαν και τις τελευταίες εκκρεμότητες. Οκτώβριος του 1904, ξημέρωσε και η μέρα ήταν καλή, άστραφταν τα ποταμίσια καλάμια στον ήλιο. Όσο περνούσε ο καιρός, ο Παύλος Μελάς ένιωθε τον αγώνα να ρουφάει την ύπαρξή του. Έβλεπε σιγά, σιγά τον σπόρο του να φέρνει καρπούς στην Μακεδονία. Δεν φανταζόταν ποτέ του όμως ότι το παράδειγμά του θα συγκλόνιζε το πανελλήνιο και ότι οι Μακεδόνες θα είχαν πια έναν ήρωα. Ούτε ότι η θυσία του θα ενέπνεε όλον τον ελληνισμό. Δεν θα διάβαζε ποτέ το εξαίσιο «Σε κλαίει λαός» του Παλαμά ούτε θα έβλεπε τον Εγγονόπουλο να τον ζωγραφίζει αδιάκοπα σε διάφορες παραλλαγές. Κοίταξε ψηλά τον ήλιο μέχρι που τα μάτια του θάμπωσαν.
Δεν ήξερε πως θα κοιτούσε για τελευταία φορά τον ήλιο.
* Γράφει ο Ευστάθιος Γαϊτανίδης