υπερβολική απελευθέρωση, έκρηξη των ανισοτήτων, υπερχρέωση των πιο φτωχών. Με δεδομένο ότι διαθέτει ένα πιο δίκαιο αναπτυξιακό μοντέλο, η Ευρώπη θα μπορούσε να αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία για να προωθήσει ένα καλύτερο σύστημα ελέγχου του παγκόσμιου καπιταλισμού. Ελλείψει όμως εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών της, και καθώς ήταν δέσμια αυστηρών κανόνων, η ΕΕ προκάλεσε το 2011-2013 μια νέα ύφεση από την οποία προσπαθεί τώρα να βγει.
Η άνοδος στην εξουσία του Ντόναλντ Τραμπ αποκάλυψε ένα νέο μεγάλο ρήγμα στο αμερικανικό μοντέλο. Κι αυτό δίνει νέα ώθηση στη ζήτηση της Ευρώπης, πολύ περισσότερο που τα εναλλακτικά μοντέλα (Κίνα, Ρωσία) δεν είναι ιδιαίτερα πειστικά.
Για να απαντήσει σε αυτές τις προσδοκίες, η Ευρώπη πρέπει όμως να ξεπεράσει διάφορα εμπόδια. Και πρώτα απ΄ όλα μια γενική πρόκληση: την άνιση πορεία της παγκοσμιοποίησης. Η Ευρώπη δεν θα καθησυχάσει τους πολίτες της λέγοντάς τους ότι η κατάσταση εδώ είναι καλύτερη απ΄ ό,τι στις ΗΠΑ ή στη Βραζιλία. Οι ανισότητες ενισχύονται σε όλες τις χώρες λόγω ενός ισχυρού φορολογικού ανταγωνισμού προς όφελος των πιο ευέλικτων. Οι κίνδυνοι ενίσχυσης των λαϊκιστών και οι λογικές των αποδιοπομπαίων τράγων θα αντιμετωπιστούν με επιτυχία μόνο αν προταθεί στα λαϊκά στρώματα και τις νέες γενιές μια πραγματική στρατηγική μείωσης των ανισοτήτων και επένδυσης στο μέλλον.
Η δεύτερη πρόκληση είναι το ρήγμα Βορρά-Νότου, που έχει οξυνθεί στο εσωτερικό της ευρωζώνης και στηρίζεται σε αντιφατικές αφηγήσεις των γεγονότων. Στη Γερμανία και στη Γαλλία, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι βοήθησαν τους Έλληνες επειδή τους δάνεισαν με επιτόκιο μικρότερο από εκείνο με το οποίο θα δανείζονταν στις αγορές αλλά μεγαλύτερο από εκείνο με το οποίο δανείζονται οι ίδιες από τις ίδιες αγορές. Στην Ελλάδα, η αφήγηση είναι πολύ διαφορετική: βλέπουν κυρίως ένα πονηρό οικονομικό κέρδος. Στην πραγματικότητα, η πολιτική που επιβλήθηκε στη νότια Ευρώπη, με δραματικές συνέπειες στην Καταλονία, είναι το άμεσο αποτέλεσμα ενός κοντόφθαλμου γαλλογερμανικού εγωισμού.
Η τρίτη πρόκληση είναι το ρήγμα Ανατολής-Δύσης. Στο Παρίσι, στο Βερολίνο ή στις Βρυξέλλες, δεν καταλαβαίνουν την αχαριστία των χωρών που επωφελήθηκαν από μαζικές μεταφορές κεφαλαίων. Στη Βαρσοβία ή στην Πράγα, όμως , βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Θεωρούν ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις που έρχονται από τη Δύση πληρώθηκαν ακριβά και ότι τα κέρδη που αποκομίζουν οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων είναι πολύ μεγαλύτερα από τα ποσά που ρέουν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Αν εξετάσουμε τους αριθμούς, δεν έχουν τελείως άδικο. Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, οι δυτικοί επενδυτές (και κυρίως οι Γερμανοί) απέκτησαν σταδιακά ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου των πρώην χωρών της Ανατολής: γύρω στο ένα τέταρτο αν υπολογίσει κανείς το συνολικό κεφάλαιο (περιλαμβανομένων των ακινήτων) και πάνω από το μισό αν περιοριστεί κανείς στην ιδιοκτησία των επιχειρήσεων. Αν οι ανισότητες αυξήθηκαν λιγότερο στην ανατολική Ευρώπη απ΄ ό,τι στη Ρωσία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο λόγος είναι ότι ένα μεγάλο μέρος των υψηλών εισοδημάτων που προέκυψαν από το ανατολικοευρωπαϊκό κεφάλαιο διοχετεύτηκαν στο εξωτερικό (όπως γινόταν άλλωστε και πριν από τον κομμουνισμό, με τους κατόχους κεφαλαίων που ήταν ήδη Γερμανοί ή Γάλλοι, και μερικές φορές Αυστριακοί ή Οθωμανοί).
Από το 2010 ως το 2016, οι ετήσιες εκροές κερδών και εσόδων των επιχειρήσεων αντιστοιχούσαν στο 4,7% του ΑΕΠ της Πολωνίας, στο 7,2% της Ουγγαρίας, στο 7,6% της Τσεχικής Δημοκρατίας και στο 4,2% της Σλοβακίας. Ανάλογη ήταν η μείωση του ΑΕΠ αυτών των χωρών. Την ίδια περίοδο, οι καθαρές εισροές από την ΕΕ ήταν σαφώς μικρότερες: 2,7% του ΑΕΠ στην Πολωνία, 4% στην Ουγγαρία, 1,9% στην Τσεχική Δημοκρατία και 2,2% στη Σλοβακία.
Θα αντιτείνει ασφαλώς κανείς ότι οι δυτικοί επενδυτές συνέβαλαν στην αύξηση της παραγωγικότητας αυτών των οικονομιών, και άρα ωφελήθηκαν όλοι. Όμως οι ανατολικοευρωπαίοι ηγέτες δεν χάνουν ευκαιρία να θυμίσουν ότι οι δυτικοί επενδυτές εκμεταλλεύονται τη θέση ισχύος τους για να μειώσουν τους μισθούς και να διατηρήσουν υπέρμετρα κέρδη για τους ίδιους.
Όπως και με την Ελλάδα, οι κυρίαρχες οικονομικές δυνάμεις έχουν την τάση να θεωρούν φυσιολογικές τις ανισότητες: ξεκινούν από την αρχή ότι η αγορά και ο «ελεύθερος ανταγωνισμός» οδηγούν σε μια δικαιότερη κατανομή του πλούτου και θεωρούν ότι οι μεταφορές που γίνονται με βάση αυτή τη «φυσική ισορροπία» αποτελούν πράξη γενναιοδωρίας από την πλευρά των κερδισμένων του συστήματος. Στην πραγματικότητα, οι σχέσεις ιδιοκτησίας είναι πάντα σύνθετες, ιδιαίτερα στους κόλπους πολιτικών κοινοτήτων μεγάλου μεγέθους όπως η ΕΕ, και δεν μπορεί να ρυθμιστούν μόνο με την αγορά.
Ο μόνος τρόπος να βγούμε από αυτές τις αντιφάσεις είναι μια ευρεία πνευματική και πολιτική επανίδρυση, καθώς κι ένας πραγματικός εκδημοκρατισμός των ευρωπαϊκών θεσμών. Ας ελπίσουμε το 2018 να πορευτεί σε αυτή την κατεύθυνση.
Από τον Τομά Πικετί
(*) Ο Τομά Πικετί είναι Γάλλος οικονομολόγος
(Πηγή: Le Monde)