Δεν ξεχνιούνται ποτέ τα χρόνια εκείνα, όπως κι ο περίγυρος της γειτονιάς μας, oι άνθρωποι που έμεναν δίπλα μας τι ενδιέφερε, τι απασχολούσε, εφόσον τα σπίτια μας ήταν τόσο κοντά και χαμηλά μονοκατοικίες με αυλές, λουλούδια, δέντρα διάφορα, ήταν χαρά Θεού να μένεις εκεί. Επαναλαμβάνομαι το γνωρίζω, όμως δεν μπορώ να ξεφύγω από κείνες τις αναμνήσεις, αφήνομαι να με παρασύρουν και γυρνώντας στα παλιά, νάσου εικόνες εκείνης της εποχής, ήρθαν πάλι, στάθηκαν μπρος στα μάτια μου, για να με πάνε αυτή τη φορά οι θύμησες οδήγησαν τα βήματα μου στη μικρή αγορά της συνοικίας μου, της γειτονιάς μου, όπου υπήρχαν διάφορα μαγαζιά το ένα τόσο κοντά με τ' άλλο, κι έκανες εκεί τα ψώνια σου τα καθημερινά κι απαραίτητα. Τι ποιο απαραίτητο από το μπακάλικο στη γειτονιά.
Ήταν ακριβώς απέναντι από την Εκκλησία της Παναγίας, ανάμεσα σε δύο δρόμους γνωστούς κεντρικούς στη συνοικία. Γωνιακό με εξώπορτα ξύλινη και στα παράθυρα σιδεριές κάθετες για ασφάλεια. Πάνω η στέγη σκεπασμένη από κεραμίδια. Όπως και στις περισσότερες κατοικίες εκείνης της εποχής. Σήμερα το μπετόν-τσιμέντο παντού μας κατακλύζει. Τα κεραμίδια κρατούν την δροσιά το καλοκαίρι και την ζέστη του χειμώνα.
Είναι γνωστό το υγιεινό περιβάλλον του προσφέρουν σε μας τοποθετώντας στις οροφές των σπιτιών μας.Ας έρθουμε και πάλι στο παντοπωλείο-μπακάλικο. Για να σας δώσω μια εικόνα του να δείτε πως ήταν, αρκεί να θυμηθείτε την ταινία «ο Μπακαλόγατος» με τον ηθοποιό και πρωταγωνιστή Κώστα Χατζηχρήστο και θα καταλάβετε αμέσως δίχως πολλές περιγραφές τι περιείχε, τι πουλούσε αυτό το παραδοσιακό μπακάλικο. Είχε τα πάντα, ότι ήθελες, δεν έλειπε τίποτε απ' όλα αυτά τα τυποποιημένα προϊόντα που υπάρχουν τώρα σ' όλα τα μεγάλα σούπερ-μάρκετ. Στα παλιά παντοπωλεία αγόραζες τα πάντα χύμα. Μέσα σε μεγάλους σάκους γεμάτους όσπρια, φακές, φασόλια, ρεβίθια, κουκιά, ξερά, ρύζι, αλεύρι, ζάχαρη, λάδι kl άλλα. Βαρελάκια ξύλινα με τυρί, ελιές, τουρσί, παστές, σαρδέλες, μέσα σε τενεκεδένια στρόγγυλα μικρά δοχεία, φύλλα από μπακαλιάρους να κρέμονται ρέγκες, σαλάμια, κι ότι άλλο ήθελες, ότι τραβούσε η ψυχή σου, από είδη μπακαλικής.
Όμως δεν γνωρίσαμε ακόμη τον ιδιοκτήτη, το αφεντικό του παντοπωλείου που δέσποζε όπως είπαμε στο πιο κεντρικό σημείο της συνοικίας και δούλευε αρκετά καλά. Ήταν ο κυρ-Λάμπρος ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων με ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη δεχόταν τον πελάτη, πρόθυμος να τον εξυπηρετήσει, να τον καλοδεχθεί. Φορούσε ποδιά στη δουλειά του κι ήταν πάντα πεντακάθαρη. Σαν να τον βλέπω όρθιο μπρος στη ζυγαριά να ζυγίζει κάθε προϊόν προσεκτικά. Μιας οκάς, μισής οκάς και σε δράμια. Έπειτα με το μολύβι που είχε περασμένο στο αυτί του έπιανε κι έκανε τον λογαριασμό. Πλήρωνες με δραχμές κατοστάρικα ή και χιλιάρικα αν τα ψώνια ήσαν πολλά. Μέσα σε δίχτυ από σχοινί χοντρό, πλεγμένο ή σε καλάθι ψάθινο μεγάλο μετέφερες στο σπίτι σου ότι είχες αγοράσει και όχι μέσα σε πλαστικές σακούλες.
Τα τρόφιμα τότε είχαν ποιότητα, νοστιμιά όπως και τα κηπευτικά προϊόντα. Ήταν φρέσκα, αγνά, φυσικά, καλλιεργημένα δίχως λιπάσματα κι ορμόνες, βιολογικά τα ονομάζουμε σήμερα.
Και επιστρέφουμε στο μπακάλικο του κυρ-Λάμπρου. Όπως ήταν πεντακάθαρος, καλός κι ευγενικός, με τους πελάτες του εξαιρετική η ποιότητα σ' ότι πουλούσε και οι τιμές τους χαμηλές, η δουλειά πήγαινε καλά κι ήταν ευχαριστημένος.
Όμως δυστυχώς άρχισε σιγά-σιγά η είσπραξη του να λιγοστεύει. Δεν είχε την ίδια κατανάλωση στο εμπόρευμα του. Κι ήταν απλό, δεν ήταν δύσκολο να το καταλάβεις. Λίγα μέτρα από του κυρ-Λάμπρου το μπακάλικο άνοιξε μεγάλο σύγχρονο σούπερ-μάρκετ, που τράβηξε τον κόσμο εκεί, ήταν κάτι καινούριο, αλλιώτικο να παίρνεις από τα ράφια ότι ήθελες συσκευασμένα έτοιμα, δεν ήθελαν ζύγισμα γρήγορα κι εύκολα πληρώνεις κι η ταμιακή μηχανή βγάζει τον λογαριασμό σου σε χρόνο μηδέν.
Το μυαλό του ανθρώπου δεν χρειάζεται πια εδώ, είναι οι μηχανές που κάνουν καλά την δουλειά τους, σ' όλα, και για όλους εμάς που τις χρησιμοποιούμε. Πιστεύω πως είναι καλύτερα έτσι, να προοδεύουμε να προχωράμε, να κάνουμε πιο εύκολη την ζωή μας και ότι καινούργιο και εξευγενισμένο.
Όμως για μένα τα παλιά ασκούν μια γοητεία, μ' αρέσει να γυρίζω σ' αυτά, να χάνομαι μέσα τους, τα φέρνω στο μυαλό μου κι έπειτα αρχίζω να τα αποτυπώνω στο χαρτί.
Τελειώνοντας, ας πάμε και πάλι στον μπακαλάκο μας. Ήταν απαρηγόρητος. Θυμάμαι με πόση λύπη και στενοχώρια έκλεισε το μαγαζί του, δεν άντεξε νάχει δίπλα του, τόσο μεγάλο ανταγωνιστή του επαγγέλματος. Παρέμεινε κλειστό για καιρό. Τώρα στη θέση του άνοιξε φαρμακείο.
Τον κυρ-Λάμπρο δεν τον συνάντησα ξανά ποτέ, πάνε άλλωστε πολλά χρόνια...
* Από την Κωνσταντίνα Κότση