Μέσα στο μυαλό της ήταν όλα μπερδεμένα. Είχε από μέρες πάρει μια απόφαση, αλλά αμφιταλαντευόταν, δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να την πραγματοποιήσει.
Δυο δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της, πώς να άφηνε τα δυο της παιδιά που ήταν σε ηλικία που την είχαν ανάγκη;
Δεκαπέντε η μεγάλη της κόρη και δώδεκα η μικρή. Πώς να άφηνε τον άντρα της το Νίκο, που την υπεραγαπούσε και στεκόταν βράχος δίπλα της σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα… όμως αυτό που ένιωθε εδώ και καιρό δεν μπορούσε να το παλέψει. Ένιωθε να πνίγεται σ` αυτό το σπιτικό που δεν του έλειπε τίποτα, είχε όλα τα καλά της γης κι εκείνη η Άννα, η πεθερά της, γινόταν θυσία για την οικογένεια του γιου της.
Όλα αυτά περνούσαν απ` το μυαλό της εκείνη τη στιγμή και ένιωθε τέτοια αναστάτωση, που κόντευε να τρελαθεί… Την τρέλα δεν την απέφυγε. Σηκώθηκε, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα στις μύτες των ποδιών, έριξε σε ένα σάκο λίγα πράγματα, τα απολύτως απαραίτητα, άνοιξε σιγά την πόρτα των παιδιών, τους έριξε μια ματιά και πλημμυρισμένη στα δάκρυα εξαφανίστηκε…
Η Έφη καταγόταν από μία πόλη της Πελοποννήσου. Ήρθε στην Αθήνα να σπουδάσει κι εκεί γνώρισε το Νίκο.
Αγαπήθηκαν πολύ. Ύστερα από λίγο καιρό ο Νίκος της πρότεινε να μείνει στο σπίτι του που ήταν αρκετά μεγάλο, μια και τη σχέση τους την πήραν στα σοβαρά. Η Άννα, η μάνα του, τη δέχτηκε με μεγάλη χαρά και τη φρόντιζε σαν να ήταν η κόρη που δεν είχε – είχε δύο γιους. – Τελείωσε το Πανεπιστήμιο, Οικονομικά είχε σπουδάσει, έκανε και μεταπτυχιακό και με τη βοήθεια του Νίκου, μπήκε στην υπηρεσία που εργαζόταν κι εκείνος.
Ύστερα από τρία χρόνια παντρεύτηκαν και έκαναν δύο κοριτσάκια, τα οποία μεγάλωσαν με τη γιαγιά τους αφού το ζευγάρι εργαζόταν.
Και τα χρόνια πέρασαν… ευτυχισμένα, έτσι νόμιζαν όλοι στην οικογένεια. Αλλά η Έφη δεν ένιωθε έτσι. Είχε έναν ιδιόρρυθμο, κυκλοθυμικό χαρακτήρα θα λέγαμε και δεν ήταν ευχαριστημένη με τίποτα.
Ενοχλούνταν, γκρίνιαζε με το παραμικρό, καυγάδιζε συχνά με το Νίκο που εκείνος προσπαθούσε να τη συνεφέρει…
Ώσπου μετά από είκοσι περίπου χρόνια γάμου, εγκατέλειψε την οικογένεια. Ακούγεται περίεργο αλλά συνέβη.
Το γεγονός έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στην οικογένεια. Πελάγωσαν όλοι, ο Νίκος, η Άννα, τα παιδιά. Την αναζήτησαν παντού, αλλά τίποτα. Ούτε στους γονείς της, ούτε σε φίλους, στη δουλειά, σε κύκλους που σύχναζε, πουθενά…
Πέρασαν μήνες, άρχισαν σιγά-σιγά να το παίρνουν απόφαση… Ώσπου ένα βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε ο Νίκος ανόρεχτα, εκείνον τον καιρό δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν, είχε κλειστεί στον εαυτό του.
«Εμπρός…!»
Μια σιωπή και ύστερα, μια βραχνή φωνή ανάμεσα σε λυγμούς.
«Νίκο… η Έφη είμαι… Νίκο συγγνώμη… δεν είμαι καλά, έλα να με βρεις στην τάδε καφετέρια… μην αργείς σε παρακαλώ!»
Ο Νίκος ταράχτηκε, άρχισε να τρέμει, έκλεισε το τηλέφωνο και αφού αγκάλιασε τα παιδιά του και τους είπε δυο λόγια, για τη μάνα τους… βγήκε απ` το σπίτι… Η Έφη που αντίκρισε μπαίνοντας στην καφετέρια, δεν ήταν η αγαπημένη του γυναίκα, η καλλονή, αλλά η …σκιά του εαυτού της. Αδυνατισμένη, κακοντυμένη, απεριποίητη.
Μόλις τον είδε, έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας.
«Συγγνώμη Νίκο μου, συγγνώμη… τι άλλο να πω, θα μπορέσεις να με συγχωρέσεις!!! Δεν ήξερα τι έκανα, τι ήθελα, αλλά ούτε και τώρα ξέρω. Δεν μπορούσα να ζω κοντά σας, δεν ξέρω γιατί, αλλά ούτε και μπορώ να ζήσω μακριά σας».
«Έλα σταμάτα, προς το παρόν πάμε στο σπίτι. Πρέπει να σε δει ένας ειδικός, αύριο κιόλας θα τηλεφωνήσω σε έναν γνωστό μου».
«Τα παιδιά… Νίκο μου, τι θα πούνε τα παιδιά;» «Τα προετοίμασα κάπως πριν φύγω, ελπίζω να μην δημιουργηθεί καμιά κατάσταση, η μεγάλη είναι λίγο εκρηκτική όπως ξέρεις. Αλλά πρέπει να είσαι προετοιμασμένη για όλα, δεν ήταν λίγο αυτό που έκανες!
Τρελαθήκαμε, ψάχναμε παντού, μα πού ήσουνα, πού κρύφτηκες άνοιξε η γη και σε κατάπιε!»
«Κάποια φίλη με φιλοξένησε και δεν είπε τίποτα σε κανέναν, μα δεν άντεχα άλλο μακριά σας. Σας αγαπώ, όμως δεν είμαι καλά Νίκο, αν δεν με δεχτείτε στο σπίτι δεν ξέρω τι είμαι ικανή να κάνω. Θα βάλω …τέρμα στη ζωή μου το έχω αποφασίσει».
«Έλα, να μην ακούω βλακείες, σήκω να πάμε στο σπίτι, εγώ θα σε βοηθήσω όσο μπορώ, ελπίζω και η μάνα μου, σ` αγαπήσαμε πολύ το ξέρεις. Φθάνει να μην ξαναγίνει. Όσο για τα παιδιά, τι να σου πω θα δείξει, ο χρόνος θα γιατρέψει τις πληγές τους και είμαι σίγουρος πως θα σε δεχθούν…»
Όταν έβαλε ο Νίκος το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού τους, η Έφη ένιωσε κάπως. Μια ταραχή, μια τρεμούλα, εκείνος της έπιασε τα χέρια. «Έλα, σύνελθε…»
Όρθια στο μεγάλο σαλόνι η Άννα σαν μαρμαροκολώνα. Πήγε να την αγκαλιάσει μα…
«Δεν μπορώ να σ` αγκαλιάσω κορίτσι μου, τα χέρια μου θαρρείς και είναι δεμένα με …χειροπέδες, αλλά θα μου περάσει, που θα μου πάει…»
Τα κορίτσια μόλις την είδαν έβαλαν τα κλάματα και έτρεξαν στο δωμάτιό τους. Έκλεισαν την πόρτα πίσω με πάταγο και η Έφη έμεινε να κοιτάζει σαστισμένη.
Η Άννα ανέβηκε κι εκείνη στο διαμέρισμά της και έμεινε το ζευγάρι μόνο.
Ο Νίκος την πήρε απ` το χέρι και την κάθισε σε μια πολυθρόνα και…
«Έλα, μην απογοητεύεσαι, θα φτιάξουν τα πράγματα. Αυτό είναι το τίμημα, του απονενοημένου διαβήματός σου. Σου είπα Έφη, πρέπει να είσαι προετοιμασμένη για όλα…
Από την Καλλίτσα Γκουράβα - Δικτά
* Η Καλλίτσα Γκουράβα- Δικτά είναι συγγραφέας