Στα 52 μου βρέθηκα άνεργος και είμαι έτοιμος να δεχτώ την οποιαδήποτε δουλειά. Γνώριζα τις ικανότητές μου, δεν είχα ποτέ μου επαγγελματική ανασφάλεια, όσο περνά όμως ο καιρός και οι υποχρεώσεις με πνίγουνε, αρχίζω να φοβάμαι. Νοικοκύρης άνθρωπος ήμουν τόσα χρόνια, είχα τη σειρά μου και κάπου κατάφερα και έφτασα, αλλά και τα έτοιμα χρήματα πόσο να κρατήσουν; Προσπαθώ με αιματηρές οικονομίες να μην εκτεθώ, να μην δανειστώ φανερά ακόμη, από το στενό μου οικογενειακό περιβάλλον. Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε πρόσφατα, όταν έκλεισε η μεγάλη αλυσίδα Σούπερ Μάρκετ που εργαζόταν η γυναίκα μου. Τουλάχιστον είχαμε τα τρόφιμά μας, γεμίζαμε το καλάθι μας, μιας και τον τελευταίο χρόνο δεν πλήρωναν με χρήματα, αλλά με υποχρεωτικά ψώνια. Μείναμε άνεργοι τώρα και οι δυο στην οικογένεια, τα παιδιά θέλουν να βγούνε το βράδυ, δεν είναι συνηθισμένα να ακούνε όχι και εγώ ακόμη δεν έχω τη δύναμη να το πω, να πω δεν γίνεται! Όχι, δεν μπορούμε.
Οι γονείς της γυναίκας μου βοηθούν όπως μπορούν. Αλλά κι αυτοί έχουν τα έξοδά τους, φάνηκαν και ευκολόπιστοι, όταν βάλανε όλες τους τις οικονομίες και τα εφάπαξ τους, για να γίνουν μικρομέτοχοι στο Σούπερ Μάρκετ που εργαζόταν η κόρη τους. Θέλησαν να στηρίξουν έτσι την εργασία της, χάνοντας όλα τα χρήματά τους, για μια επιχείρηση που κατέρρεε. Μέρες και μήνες συζητούσαν και τσακώνονταν παλιοί και νέοι μέτοχοι και άκρη δεν έβγαλαν, στο τέλος πτώχευσαν όλοι μαζί και ησύχασαν. Συντηρητικοί άνθρωποι τα πεθερικά μου, επιδείνωσαν την υγεία τους, με αυτήν την αβλεψία τους. «Πετάξαμε τα ήσυχα γηρατειά μας», συνηθίζουν να λένε…
Σήμερα με πήρανε πάλι από το φροντιστήριο των παιδιών, δεν μπορούν να περιμένουν άλλο τα δίδακτρα, καταλαβαίνουν αλλά δεν μπορούνε. Δεν ήξερα τι να τους πω, δεν είμαι συνηθισμένος στις δικαιολογίες. «Θα προσπαθήσω, θα προσπαθήσω», ήταν οι μόνες λέξεις που μπόρεσα να ψελλίσω. Μου λείπει η προηγούμενη καθημερινότητά μου, μου λείπει η δουλειά μου. Τα βράδια πετάγομαι στον ύπνο μου, πάει τόσο καιρός κι ακόμη δεν μπορώ να το συνηθίσω πως είμαι άνεργος πως όλο αυτό που μου συμβαίνει είναι αληθινό. Χάθηκε ο ήρεμος, ο χορτασμένος ύπνος μου. Τώρα είμαι σε μια συνεχή υπερένταση, σε μια συνεχή ανησυχία. Νομίζω πως αυτές είναι οι πιο δύσκολες στιγμές στη ζωή μου, πόσο διαφορετικά είναι όλα τώρα! Δεν έχουμε πια επιθυμίες, καταργήσαμε τα ατομικά μας έξοδα, αλλά πώς να κάνεις οικονομία στο φαγητό; Δεν το πίστευα ποτέ μου πως θα ερχόταν στιγμή που θα αγωνιούσαμε για το επιούσιο. Προσπαθεί η σύζυγός μου, πασκίζει με διάφορες αλχημείες και με περιορισμένο κρέας να νοστιμίσει αυτά που μαγειρεύει. Παίρνει τα φθηνότερα, ζυμώνει κιόλας το ψωμί μας τελευταία, για να τρώμε πιο υγιεινά, λέμε στα παιδιά. Πάντως δείχνει να είναι καλύτερα οχυρωμένη από εμένα, μου δίνει συνεχώς πειραχτικά κουράγιο, πιστεύει πως θα καλυτερέψουν τα πράγματα. Τα μάτια της όμως δείχνουν κουρασμένα, όσο κι αν προσπαθεί να το κρύψει. «Ευκαιρία να ξεκουραστείς» μου λέει, αλλά αυτή η ξεκούραση είναι ξένη για εμένα, δεν τη θέλω. Πόσο υπομονή να κάνουμε πια, δεν υπάρχει δουλειά, κουραστήκαμε και οι δυο να περιμένουμε. Τόσοι νέοι ειδικευμένοι και είναι άνεργοι, τι να αναμένουμε άραγε εμείς… Ανησυχώ για την τύχη της οικογένειάς μου, ανησυχώ πολύ για το μέλλον, πιο δυνατό όμως τώρα είναι το παρών. Η κατάσταση στένεψε, θα πήγαινα να εργαστώ οπουδήποτε, αλλά πού; Τι μπορώ να κάνω; Αναπολώ το παρελθόν, ψάχνω τα λάθη μου. Η αλήθεια είναι πως στερημένη ζωή δεν είχαμε μέχρι σήμερα, αλλά το ότι θα ερχόταν και εποχή που και η τροφή μας δεν θα ήταν εξασφαλισμένη, αυτό δεν μπορούσα να το φανταστώ ποτέ μου. Φουντώνουν ξανά οι ίδιες σκέψεις μέσα μου, είναι κι αυτό ένα από τα πολλά βράδια που δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Έξω αρχίζει να θαμποφέγγει, στεναχωριέμαι που δεν ντύνομαι πια να πάω στην εργασία μου. Ανοίγω την τηλεόραση σε μια ενημερωτική εκπομπή, κάποιος πολιτικός μιλά εύκολα πάλι, για αριθμούς που ευημερούν. Ακούγεται με καθησυχασμένη, αναπαυμένη συνείδηση, δεν τολμά όμως ποτέ του να αναφέρει πως οι άνθρωποι ακόμη συνεχίζουν να δυστυχούν.
* Από τον Ευστάθιο Γαϊτανίδη