Βέβαια - και δικαιολογημένα - θα πει κάποιος, ο κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης, πως η νοσταλγία και ειδικότερα η διαρκής ενασχόληση με το παρελθόν, είναι νοσηρό φαινόμενο και πρέπει να το αφήνουμε πίσω, για να μπορούμε να βλέπουμε μπροστά. Πολύ σωστά, έτσι είναι, δε ζωντανεύει ποτέ το παρελθόν, που έχει πεθάνει, αλλά τα βιώματα, οι μνήμες, οι αναμνήσεις, οι εμπειρίες ευχάριστες και δυσάρεστες, όλα αυτά μαζί, στρώνουν το έδαφος για να περνάει από πάνω, κάθε φορά, το παρόν, που και αυτό, θα γίνει παρελθόν στο γύρισμα του χρόνου, αφού τα περασμένα, καλά και κακά, χτίζουν πέτρα την πέτρα, το παρόν.
Εκείνα τα χρόνια και μέχρι τη δεκαετία του 1960, η Λάρισα, πριν επεκταθεί, κλεισμένη στα «τείχη» της, είχε τα φυσικά και τα τεχνητά όριά της, με το κέντρο της, την αγορά της και τις γειτονιές της, εκτός των προσφυγικών συνοικισμών της Φιλιππούπολης, της Ν. Σμύρνης, που βρίσκονταν έξω από τον πολεοδομικό ιστό. Η σημερινή οδός Ηρώων Πολυτεχνείου – το λεγόμενο «ανάχωμα», που εκτεινόταν και στην οδό Καραθάνου κι έφτανε μέχρι τα Σάλια,[1] για να προστατεύει την πόλη από τις πλημμύρες – το στρατιωτικό αεροδρόμιο, οι σιδηροδρομικές γραμμές, η εθνική οδός, ο Πηνειός ποταμός και τα απέραντα στρατόπεδα, την αγκάλιαζαν σφιχτά, σα φίδι, και την περιόριζαν στο εσωτερικό της. Οι εντός των τειχών γειτονιές, όπως του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Κωνσταντίνου, του Σταθμού, των έξι δρόμων, τα Ταμπάκικα και τα Σουφλάρια, έσφυζαν από ζωή, αφού τα παιδιά ήταν πολλά, τα σπίτια χαμηλά, οι αυλές ευρύχωρες, τα αυτοκίνητα λίγα, οι δρόμοι χωμάτινοι και οι αλάνες για παιχνίδι πολλές, ενώ το φεγγάρι, φωτεινό, να στέκεται πάνω μας όλο γλύκα. Οι απομακρυσμένες γειτονιές των Σουφλαριών (Αγ. Σαράντα), των Ταμπάκικων (Αμπελόκηπων) και του Πέρα Μαχαλά, δεν είχαν επαφή με τις άλλες, λόγω της απόστασης που τις χώριζε, λόγω του κέντρου της πόλης και της αγοράς, που παρεμβάλλονταν.
Εκείνα τα «σκοτεινά» μετεμφυλιακά χρόνια, που προσπαθούσε ο κόσμος να συνέλθει από αυτή τη συμφορά, κλείνοντας τις πληγές που άνοιξαν τα πολιτικά πάθη και των δύο πλευρών, το πείσμα για ζωή και προκοπή κυριαρχούσε στις ψυχές των απλών ανθρώπων του μεροκάματου, αφού άφηναν ανοιχτό ένα μικρό παράθυρο στο φως του χαμόγελου, της αισιοδοξίας, της αλληλεγγύης και του ονείρου…
Ο γράφων, μεγάλωνε με τ` αδέλφια του στην περιοχή της οδού Καραθάνου, κάτω από το «ανάχωμα», λίγα μέτρα από την πύλη της 1ης Στρατιάς και τη Μεταμόρφωση, παίζοντας την ημέρα στις αλάνες της περιοχής και ακούγοντας το βράδυ από το ραδιοφωνάκι της οικογένειας – ένα μικρό GeneralElectric – αγαπημένα, ακόμα και σήμερα, ελληνικά τραγούδια, ραδιοφωνικό θέατρο και άλλα.
Σε μια πόλη …στρατοκρατούμενη που οι στρατιώτες αποτελούσαν, τότε, ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού της πόλης, η κυκλοφορία για μας τους πιτσιρικάδες, τις νύχτες, δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση και ειδικά στις απομακρυσμένες συνοικίες, όσο κι αν το φεγγάρι που έδιωχνε τα πυκνά σκοτάδια της πολιτικής μισαλλοδοξίας, φώτιζε τα πρόσωπα και τις ψυχές των ανθρώπων. Η νυχτερινή διασκέδαση για τους μεγαλύτερους, τις ημέρες του καλοκαιριού, ήταν οι θερινοί κινηματογράφοι στο κέντρο και τις συνοικίες, τα αναψυκτήρια (νυχτερινά κέντρα για τις οικογένειες), οι φιλικές συντροφιές στη γειτονιά, όπου κουβέντιαζαν με τις ώρες κι ύστερα τραγουδούσαν, το ραδιόφωνο, ενώ άλλοι, έκαναν καντάδες στην καλή τους…
Στη δεύτερη γειτονιά, του Αγ. Νικολάου, στα χρόνια της πρώτης εφηβείας, το παιχνίδι γινόταν στους χωμάτινους δρόμους, στο προαύλιο της μικρής εκκλησίας του Αγ. Αθανασίου, επί της οδού Ροΐδη, στην αλάνα, μπροστά από το κτήμα του Αβέρωφ και στο Γυμναστήριο. Το ποδόσφαιρο, η σβούρες, η τσιλίκα, οι μπίλιες, τα κότσια, το μπίζζζ, η ψηλή γομαρίτσα, ήταν τα παιχνίδια που παίζαμε εκείνα τα χρόνια, ασταμάτητα, μέχρι το μεσημέρι, ενώ τα βράδια, μεθυσμένοι απ` τα αρώματα που έστελνα το ξέπλεκο το γιασεμί, το αγιόκλημα, το νυχτολούλουδο και ο βασιλικός που έρχονταν από τις αυλές της γειτονιάς, καθόμασταν στο πεζούλι, μπροστά απ` το σπίτι μας και… μετρούσαμε τ` αστέρια τ` ουρανού, θαυμάζαμε το φέγγος και την αθωότητα του φεγγαριού, υπολογίζαμε το …μήκος της τροχιάς που διέτρεχε το πεφταστέρι κι έκανε ο καθένας μας μια ευχή, ενώ στο χαντάκι με τα καλάμια, στο ανάχωμα, τα βατράχια, έστηναν το δικό τους χορό και το τραγούδι…
Όταν το καλοκαίρι σιγά-σιγά έφευγε και οι πρώτες ψύχρες και οι φθινοπωρινές βροχές περιόριζαν τις κινήσεις μας, στο παζάρι, στο Άλσος του Αλκαζάρ, που χτυπούσε για μια βδομάδα η καρδιά της πόλης, κάναμε τις βόλτες μας. Από την κεντρική είσοδο, στα σκαλάκια της εμποροπανήγυρης, με τα υπαίθρια βιβλιοπωλεία που φωτίζονταν από τα τσιμπλοφώτα της ασετυλίνης, μέχρι το μεγάλο «βαρέλι» του «Γύρου του θανάτου» και την «Ασώματη κεφαλή», ο κόσμος στριμώχνονταν, όλος περιέργεια, ενώ κάποιοι, τρώγοντας τον αλμυρό πασατέμπο, έφτυναν τα φλούδια κάτω, άλλοι έτρωγαν με …βουλιμία το «Μαλλί της γριάς» και η τσιριχτή φωνή της «Αγαπούλας», διαφήμιζε τον δικό της χαλβά Φαρσάλων… Και το φεγγάρι, πάνω μας, φώτιζε τα πρόσωπά μας και τη σκέψη μας, μιας και τα σχολεία τότε άνοιγαν.
Τώρα που γράφονται οι τελευταίες λέξεις, έξω, τα χαμηλά μαύρα σύννεφα, οι βροντές, οι αστραπές, οι κεραυνοί και η δυνατή βροχή, κρυώνουν την ατμόσφαιρα, σταματούν την ονειροπόληση και μας προσγειώνουν στην πεζή πραγματικότητα, αφού το φεγγάρι χάθηκε πίσω από το όνειρο…
[1] Σάλια τουρκ.sal= σχεδία. Περιοχή της γειτονιάς του Αγ. Αθανασίου (σήμερα Πλατεία Σωτ. Σκίπη), όπου στην αποβάθρα του Πηνειού, οι Σαλτζήδες κατασκεύαζαν, από κορμούς δέντρων, σχεδίες για μεταφορά αγαθών.
Του Τάσου Πουλτσάκη