Δευτέρα. Η πλέον μισητή, δύσκαμπτη και δυσκοίλια ημέρα της εβδομάδας για τους εργαζομένους. Για τους/τις συνταξιούχους, μια συνηθισμένη, όπως οι άλλες. Θα ξυπνήσουν το πρωί πολύ νωρίς, θα πιούνε το καφεδάκι τους, θα καθίσουν αναπαυτικά στην πολυθρόνα τους και θ` ανοίξουν την τηλεόραση για να …κολυμπήσουν στα ρηχά νερά της ενημέρωσης, αν και τις τελευταίες ημέρες, μαύρισαν απ` το πετρέλαιο (μαζούτ) που χύθηκε στον Σαρωνικό, το οποίο δεν είδε ο ανευθυνο-υπεύθυνος υπουργός με τα μαύρα γυαλιά που έκανε ακόμα και …αυτοψία και προέτρεπε τους πολίτες να μπαίνουν …άφοβα στη θάλασσα, ενώ ύστερα από λίγο, να μην μπαίνουν… Ιλαροτραγωδία.
Δευτέρα. Κάθομαι και - ως νοσταλγός - γράφω για τα γλυκά εκείνα παιδικά καλοκαίρια, που ζήσαμε εμείς οι παλιότεροι κάτοικοι της Λάρισας, αφού οι παιδικές μνήμες είναι οι ισχυρότερες στη ζωή μας, καθορίζουν τη μετέπειτα πορεία μας και τη συναισθηματική εξέλιξή μας.
Όσο δύσκολο ήταν το φετινό καλοκαίρι με τους παρατεταμένους καύσωνες και τις φωτιές που κατέκαψαν τα δάση της πατρίδας μας, άλλο τόσο εύκολο είναι να ανατρέχει κανείς στα άλλα, τα παλιά, τα γλυκά καλοκαίρια, που κι αυτή ακόμα η ζέστη ήταν διαφορετική, με τις γειτονιές που μύριζαν «βασιλικό κι ασβέστη», τις περιποιημένες αυλές, όπου κυρίαρχη θέση κατείχε η πυκνή κληματαριά, για να ισκιώνει και να κρατάει μακριά την περιέργεια, τη μικροκακία και τη ζήλεια κάποιου γείτονα. Τότε, που το καλοκαιρινό μπάνιο της οικογένειας, στη θάλασσα, ήταν μια γλυκειά καλοκαιρινή εκδρομή.
Ο σιδηροδρομικός σταθμός του Βόλου, πίσω από τον σημερινό, κατακλυζόταν κάθε Κυριακή από Λαρισαίους οι οποίοι «συν γυναιξί και τέκνοις», με τα καλάθια στα χέρια, στριμώχνονταν να πάρουν θέση στα ξύλινα βαγόνια του «καρβουνιάρη», που περίμενε με αναμμένες τις μηχανές.
Ύστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι δύο ωρών με τις πολύ συχνές στάσεις στους ενδιάμεσους σταθμούς, το τρένο αγκομαχώντας, σταματούσε και κάποιοι μπρατσωμένοι κατέβαιναν να σπρώξουν, ενώ στα αριστερά μας, τα ατάραχα νερά της λίμνης Κάρλας, στραφτάλιζαν στον πρωινό ήλιο και η Κουκουράβα, πάνω της, αγνάντευε και καθρεφτιζόταν.
Φτάνοντας στον Βόλο, άλλοι ανέβαιναν στο θρυλικό τρενάκι, «τον μουτζούρη», με τα ανοιχτά βαγόνια, που περνούσε δίπλα από τα κτήματα με τις κυδωνιές, τις μηλιές, τις λεμονιές, και κατέβαιναν στην Αγριά, στα Πλατανίδια, στα Λεχώνια, στα Καλά Νερά, ενώ άλλοι, έπαιρναν τον δικό τους δρόμο για τον Άναυρο και στους κρυφούς κολπίσκους, μετά απ` αυτόν…
Χορεύοντας και τραγουδώντας κάτω απ` τα πλατάνια, στα Κάτω Λεχώνια, ανοίγανε οι καρδιές, τα μάτια και τα πνευμόνια, ενώ το ακορντεόν του Κώστα του Πανάγου(1) και ο Μήτσος ο Λαζόπουλος (ο πατέρας του Λάκη) με τις παρλάτες του, δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ύστερα, πέφταμε στη θάλασσα, εμείς οι …πεινασμένοι, με τις μαύρες σαμπρέλες για σωσίβια, που είχαν φουσκώσει οι γονείς μας και δεν λέγαμε να βγούμε, ώρες ατέλειωτες…
Αργότερα, όταν η Λάρισα μεγάλωνε και απλωνόταν με γρήγορους ρυθμούς και ο καινούργιος δρόμος που άνοιξε, έφερνε τον κόσμο στις ακτές κάτω απ` τον Όλυμπο, ο Πλαταμώνας, ήταν ο κυριότερος τόπος διακοπών των Λαρισαίων.
Στα χρόνια της πρώτης εφηβείας μας, τότε που με τα πρώτα χτυποκάρδια αυτή γινόταν κατακόκκινη από ντροπαλοσύνη- όπως λέει και ο Ν. Καζαντζάκης στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο» - κι εκδηλωνόταν με ένα χαμόγελο κι ένα βαθύ αναστεναγμό, ανακαλύπταμε το προσφορότερο μέρος για κολύμπι, όπως η βίλλα του Μοσκώφ με τα βραχάκια, κάτω, όπου κάναμε τις βουτιές μας για να μας βλέπουν τα κορίτσια, η ήσυχη παραλία, στα «Κύματα», κάτω από τη γαλαρία, και η «Δροσερή ταράτσα», ενώ οι μεγαλύτεροι, προτιμούσαν να κολυμπούν μπροστά από το θρυλικό ξενοδοχείο «Αύρα» ή στην περιοχή του «Άλσους».
Οι αλησμόνητες βραδιές πλημμυρισμένες στο τραγούδι με τον μακαρίτη τον Μάκη τον Γιαννούλα ή το «Τρίο Ραμόνε» του Ντίνου του Κατή, του Μιχάλη του Σοφιάδη και του Βαγγέλη του Τζουβαλέκα, μας σημάδεψαν και ενίσχυσαν την αγάπη μας στο καλό, μελωδικό ελληνικό και λατινοαμερικάνικο τραγούδι.
Οι δροσερές γωνιές της πόλης, με το Μπαρ ΣΕΚ – Όαση (σιδηροδρομικός σταθμός), το Αλκαζάρ, το Φρούριο, όπου δραστήριοι επιχειρηματίες είχαν στήσει τα αναψυκτήριά τους, με το πλούσιο πράσινο που τα περιέβαλε και τους μεγάλους καλλιτέχνες που εμφανίζονταν μέχρι και τον Σεπτέμβριο, ήταν για τους απλούς ανθρώπους του μεροκάματου οάσεις χαράς και μουσικής πανδαισίας. Με ένα μπουκάλι μπύρα, γρανίτα, ακόμα και «υποβρύχιο» ή πορτοκαλάδα, ταξίδευαν τη φαντασία τους στο όνειρο, έστω για λίγες ώρες. Οι ανθισμένες λυγαριές, δίπλα στον Πηνειό, έγερναν μεθυσμένες τα ψιλόλιγνα κορμιά τους πάνω στα νερά του ποταμού, οι φουσκωμένες ακακίες, οι πανύψηλες λεύκες, τα εύρωστα πεύκα και τα αρώματα των λουλουδιών του Άλσους, έσμιγαν με τις γλυκές μελωδίες και μάγευαν τις ψυχές, ενώ ο τροβαδούρος Νίκος Γούναρης, τραγουδούσε στο κέντρο Αλκαζάρ, με την κιθάρα:
Πού να ‘σαι τώρα αγαπημένη
πού να γυρίζεις τόσον καιρό.
Πού να ‘σαι τώρα αγαπημένη
ψάχνω να σε βρω μα δεν μπορώ.
…………………………………………..
Λίγο αργότερα, το θηρίο,η μπουλντόζα, που τα ρίχνει όλα κάτω, γκρέμισε το αρχιτεκτονικό στολίδι του σιδηροδρομικού σταθμού, έδιωξε το περίφημο αναψυκτήριο Μπαρ-ΣΕΚ κι έδωσε τη θέση του στο σημερινό έκτρωμα, ενώ το κέντρο «Αλκαζάρ», κατεδαφίστηκε κι αυτό, για να το αντικαταστήσει το τσιμεντένιο κι απρόσωπο κηποθέατρο, έργο αυτό της τότε δημοτικής αρχής, όπως και το διατηρητέο κτίριο του ΟΥΗΛ.
Ύστερα πώς να μην αναπολεί κανείς την παλιά γλυκιά πόλη που μεγαλώσαμε και τα καλοκαίρια της…(1) Υπάλληλοι της Ένωσης Γεωργ. Συνετ/σμών, συνάδελφοι του πατέρα μου, Μιχάλη Πουλτσάκη. Βοηθήματα
Τάσου Πουλτσάκη. Στα πόδια του λόφου, στην Αγορά, διηγήματα 2014
Του Τάσου Πουλτσάκη