Του Χρήστου Τσαντήλα
ΑΚΟΥΓΑ το βράδυ της Τετάρτης, στο ραδιόφωνο, μετά τα δελτία ειδήσεων και την περιγραφή των παρελάσεων (ένεκα του εορτασμού της επετείου της εθνικής παλιγγενεσίας), το τραγούδι εποχής από τον Γιώργο Νταλάρα, «νάτανε το Εικοσιένα, χρόνια δοξασμένα…» και θα μου φαινόταν πιο επίκαιρο αν, παραφρασμένο, μιλούσε για το ΄81(!) κι εκείνα τα χρόνια, τα …δοξασμένα!
ΤΟΤΕ που ο «υπόδουλος ελληνισμός», αναστέναξε χαρωπά, αφού με πολιτικές φανφάρες και επαναστατικά συνθήματα, - όπως εκείνο το «εμπρός Ανδρέα για μια Ελλάδα νέα», ή το άλλο, «ήρθε η ώρα της αλλαγής», (αυτό το τελευταίο λίγα χρόνια πριν έρθει και η ώρα του… Γιάννη Βαλαώρα - και πήραμε το πρωτάθλημα) - και ουδόλως με …κουμπούρια και …γκράδες, γιαταγάνια και σπάθες, τσεκούρια καριοφίλια και κοντάρια, κατατροπώθηκαν οι άπιστοι και το έθνος κέρδισε τις διεκδικήσεις του, την ελευθερία και μόνο την ελευθερία…
ΣΚΕΦΤΗΚΑ λοιπόν, πόσο διαφορετικές υπήρξαν αυτές οι εποχές, ένδοξες αν μη τι άλλο, αφού μέσα από τις ανθρώπινες ανάγκες και την καταπίεση του εχθρού, αντέδρασαν με τον τρόπο τους οι «παραδοσιακές κοινωνικές δυνάμεις στο εσωτερικό της υπόδουλης ελληνικής κοινωνίας»... Για τους επαναστάτες του ΄21 βεβαίως, ουδεμία σύγκριση θα άντεχε, με τους επαναστάτες του ΄81! Οι μεν πρώτοι, πολέμησαν με ντουφέκια και σπαθιά, οι άλλοι με …ευρωπαϊκά κονδύλια και δανεικά! Καθώς επίσης νομίζω ότι, αν γνώριζαν οι Καραϊσκάκηδες και οι Κολοκοτρωναίοι, οι Τζαβέληδες και οι Μιαούληδες, πού θα πηγαίναμε τη χώρα που μας ελευθέρωσαν και μας παρέδωσαν, αλλά και πόσο θα ταπεινώναμε αυτό το έθνος των γενναίων, για το οποίο έχυσαν το αίμα τους… «κούνια που μας κούναγε αν πολεμούσαν τότε για μας»!
ΣΤΗΝ παρέλαση λοιπόν της 25ης Μαρτίου, καμάρωσα τους πιτσιρικάδες, που καμάρωναν με τη σειρά τους οι μπαμπάδες και έκλαιγαν από συγκίνηση και οι μαμάδες… Νεαρά βλαστάρια, με απείθαρχο, ασυντόνιστο βήμα, γεμάτα ζωή και κίνηση και θάρρος, λεβεντιά βγαλμένη από τους… υπολογιστές, εξυπνάδα στρογγυλή, πιο δυνατή από τη ρώμη, και με σπίθες στο βλέμμα, να περνούν μπροστά από τους «επισήμους» βροντοφωνάζοντας, αλλά δίχως να ακούγονται: «Γιατί ορέ …καλαμαράδες, σκοτώθηκαν οι προπάπποι μας, στα Δερβενάκια, στην Αλαμάνα, στο Καυκάκι και στο Χάνι της Γραβιάς; Για να πουλήσουμε τη χώρα και τα ιδανικά, στους ξένους; Για να σπουδάσουμε και ύστερα ελλείψει δουλειάς να φύγουμε μετανάστες στο εξωτερικό; Για να βλέπουμε τους παππούδες μας και τους γονείς να φεύγουν από τη ζωή αβοήθητοι, άνεργοι, απογοητευμένοι, επειδή εσείς βουλιάξατε τη χώρα ως αχόρταγοι διακινητές (και διαχειριστές) του δημοσίου και του μαύρου χρήματος; Γιατί μωρέ φάγατε τα λεφτά; Και αν δεν τα φάγατε εσείς τι κάνατε για να μην τα φάνε οι άλλοι; Πού βρισκόσασταν και δεν τους σταματήσατε;
ΔΥΣΤΥΧΩΣ η ομοψυχία δεν φαίνεται πλέον στις παρελάσεις. Ούτε η πραγματική εικόνα ανάμεσα στα εθνικά εμβατήρια που σκορπούν ρίγη συγκίνησης για εκείνα τα χρόνια, τα χρόνια του ΄21. Κάποτε στα μπαλκόνια των Λαρισαίων κυμάτιζαν οι γαλανόλευκες. Σήμερα οι περισσότερες οικογένειες δεν αισθάνονται την ανάγκη να τις βγάλουν από την ντουλάπα. Και αυτό είναι ό,τι το χειρότερο…