Πόσο σκληρό, δύσκολο ν' αρχίσεις από το μηδέν. Έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους να μπορέσουν να σταθούν ολόρθοι, στο διάβα της ζωής. Θυμάμαι, προβάλλουν ξανά μπροστά μου οι άνθρωποι αυτού του προσφυγικού χωριού, λίγα χιλιόμετρα έξω από την όμορφη πόλη της Κατερίνης.
Μέσω στρεμμάτων καπνών, που είναι η κυριότερη ασχολία τους, λίγες καλλιέργειες από κηπευτικά γύρω από κάθε κατοικία τούς παρείχαν αρκετή σοδειά από προϊόντα δικά τους. Επίσης δένδρα οπωροφόρα, λουλούδια λογής λογής, ο τόπος καταπράσινος ιδίως το καλοκαίρι με τα περιβόλια στο φόρτε τους. Ένα καμπίσιο χωριό, να απέχει λίγα χιλιόμετρα από τη θάλασσα, κοντά στα παράλια της Κατερίνης.
Έζησα εκεί αρκετό διάστημα ανάμεσα στους κατοίκους του, δέθηκα μαζί τους κι έτσι κάθε αγωνία κι έννοια τους με ενδιέφερε ιδιαιτέρως.
Ο δυσβάσταχτος καημός τους δεν ήταν η φτώχεια, οι δυσκολίες, αλλά η ιστορία να επαναλαμβάνεται. Της ξενιτιάς, της μετανάστευσης. Τα παιδιά τους να φεύγουν μακριά, κυνηγώντας την τύχη τους, στη Γερμανία, στην Αμερική, ως και στη μακρινή Αυστραλία.
Νέα ζευγάρια ξεκινούσαν μαζί, παίρναν τον δρόμο της ξενιτειάς, να τους περιμένει δουλειά, πολλή δουλειά της εργατιάς και του μόχθου. Ολημερίς προσπάθεια κόπου και ιδρώτα, να μπορέσουν να βάλουν κάτι στην άκρη με οικονομίες, στέρηση, για να επιστρέψουν μ' ένα κομπόδεμα πίσω στην πατρίδα. Τα παιδιά τους τ' άφηναν να μεγαλώνουν με τους ηλικιωμένους γονείς τους. Μεγάλη ευθύνη.
Κι αυτοί τόσο κουρασμένοι, με πόση δύναμη και κουράγιο να τα φροντίσουν. Να τα στείλουν να μάθουν γράμματα, να τα καθοδηγήσουν, να τα διαπαιδαγωγήσουν σωστά. Τα παιδιά χρειάζονται τους γονείς τους, όμως η ανάγκη τούς κρατούσε μακριά.
Η μεγάλη χαρά και παρηγοριά αυτών που άφηναν πίσω τους ο ερχομός του Ταχυδρόμου, να τους φέρει νέα από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, να λάβουν γράμμα τους. Τότε τα μέσα επικοινωνίας δεν είχαν την αναβάθμιση, την πρόοδο, την εύκολη επαφή πρόσβασης, όπως είναι σήμερα. Αλλά ούτε και τα μέσα μεταφοράς ήταν εύκολη υπόθεση, ατέλειωτες μέρες ταξίδευαν με το πλοίο να φτάσουν στον προορισμό τους. Έπειτα θα περνούσε αρκετός χρόνος απουσίας νά 'ρθουν στην πατρίδα να δουν τα παιδιά τους. Κι όταν κάποτε επέστρεφαν, τα μαλλιά τους γκρίζα από τα χρόνια, η δε ψυχή κουρασμένη κι άδεια.
Κι εφόσον σάς μετέφερα, αγαπητοί μου αναγνώστες, σ' εκείνα τα χρόνια, ας έρθουμε στο έτος δύο χιλιάδες δέκα επτά που διανύουμε αισίως. Σήμερα να απασχολεί το ίδιο θέμα, αυτό της μετανάστευσης στους νέους μας.
Να ξενιτεύονται από την πατρίδα τους, φεύγοντας για αναζήτηση εργασίας σε χώρες μακρινές, με διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες, άλλον τρόπο ζωής, με ανθρώπους άγνωστους να μιλούν μια γλώσσα επίσης άγνωστη,και να νιώθουν ξένοι πολλές φορές κι ανεπιθύμητοι ανάμεσά τους.
Γνωρίζουμε όλοι πως τώρα σε τούτα τα χρόνια οι νέοι μας που φεύγουν είναι τα μυαλά, οι επιστήμονες μεγάλης μόρφωσης, πολλών πτυχίων, αξιόλογοι και σημαντικοί να δημιουργούν, να προσφέρουν σε χώρες ξένες, και η Ελλάδα μας να τους στερείται. Δυστυχώς η μετανάστευση ήταν και θα είναι πάντα ο μεγάλος καημός για όλους όσους από εμάς τη βιώνουμε, έχοντας τα παιδιά μας μακριά. Όταν νιώθεις να σε χωρίζουν οι τεράστιες αποστάσεις, η καρδιά σου σφίγγεται κι ο πόνος σε τυλίγει. Εκεί πάνω στον βορρά που το κρύο και η βροχή είναι μόνιμο, κι όταν ο ήλιος φανεί, βγαίνουν οι άνθρωποι του στα πάρκα και τις πλατείες για να τον χαρούν. Το άπλετο φως, το κλίμα της Μεσογείου, η ζεστασιά των ανθρώπων της δεν υπάρχει εκεί.
Και δεν είναι μόνο οι κλιματολογικές συνθήκες που καθιστούν αρνητική τη διαβίωση των μεταναστών, θετικά ή αρνητικά στοιχεία, δεν θα αναλύσουμε εδώ. Άλλωστε όσοι διαμένουν εκεί γνωρίζουν τα καλά και τα άσχημα της ξενιτειάς. Ένα είναι σίγουρο. Η νοσταλγία που διακατέχει την ύπαρξή τους, τη σκέψη τους, αυτή το τονίζω και πάλι η νοσταλγία που περιβάλλει τις ψυχές τους εκείνη θα τους κάνει να επιστρέψουν και πάλι κοντά μας, να πατήσουν στο πάτριο έδαφος και να αγκαλιάσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα που τους περιμένουν με αγάπη, υπομονή, προσμονή, καρτερία.
Κωνσταντίνα Κότση
Μέλος της ΕΛΟΣΥΛ