Όπως σηκώνεται και σκύβει για να κλαδέψει, κρύβεται και ξαναφαίνεται, πότε χάνεται από τα μάτια μας, πότε παρουσιάζεται, σαν γλάρος που λικνίζεται, που ψειρίζεται στο κύμα μοναχός. Εμείς, ο Αποστόλης και εγώ καθισμένοι όχι πολύ κοντά στη φωτιά, στην τζιατζιάρα από κληματόβεργες που άναψε για να καψαλίσει και κατόπιν να πλανήσει την κρανίσια ματσούκα, αγναντεύουμε κρυφά τον κίτρινο ήλιο, που ύστερα από ένα παρατεταμένο και κρύο χειμώνα, ευδόκησε να προβάλει παρηγορητικός, ενθαρρύνοντας εμάς τους φοβισμένους και τρομαγμένους μικροαστούς.
"Αυτά είναι ζοχιές", λέει ο Απόστολος. Κι αρχίζει να ονοματίζει δείχνοντας ένα-ένα με την καψαλισμένη ματσούκα, τα αγριόχορτα. Μέσα σε δύο τετραγωνικά μέτρα υπήρχαν όλα, όλος ο πλούτος, όλη η ποικιλία των ήμερων και άγριων χορταρικών της υπαίθρου. "Αυτά είναι ραδίκια, αυτά λάπατα, αγριόσκορδο, αγριοκαρότο, σκουρφομούνι, λαδάκια, περδικονύχι ή χτενάκι, τσουκνίδια, νεροτσούκνιδα, αγριομολόχα, ψόραβα, αγριοσπαράγγι, αγριοβασιλικός. Και, ρίγανη, βαλσαμόχορτο, χαμομήλι, αγριοαγγινάρα, λουίζα". Ζαλίστηκα με όλα αυτά τα περίεργα και άγνωστα τα περισσότερα σε μένα ονόματα. Λόγω ήλιου και γαλήνης, γαλήνης που δεν τη βρίσκεις εύκολα κι όταν τη βρεις θέλεις να τη ζήσεις όσο γίνεται πιο πολύ, με πήρε σχεδόν ο ύπνος. Τέτοιες στιγμές τα ξεχνάς όλα. Ούτε τη γειτόνισσα θυμάσαι, ούτε την πρώην, ούτε την, ας πούμε, την επόμενη. Αδειάζει το μυαλό.
"Εδώ κοίτα. Τήρα δω", λέει πάλι. "Αγριοζοχός, αγριοκάρδαμο, ασφόδελος ή περδούκλι, καυκαλίθρα ή μοσχολάχανο, μουλόχα, γλιστρίδα, βλίτο, γαϊδουράγκαθο, κάπαρη, βολβοί ή κουρκουτσέλια". Όλα τα ήξερε. Μυστήριο. Θα υπάρχουν και άλλα ασφαλώς. Αλλά λίγοι τα γνωρίζουν. Μόνο όταν τα βλέπουν στο πιάτο σερβιρισμένα με λαδάκι κ.λ.π., τότε ανυπόκριτα ξερογλείφονται καταβροχθίζοντάς τα αμάσητα. Πάει καλά.
"Βάλτε τα λουκάνικα να ψένονται. Τελειώνω το αυλάκι σε δέκα λεπτά", φωνάζει ο Νίκος απ' την άλλη άκρη της αμπέλου που δε χασομερούσε όταν δούλευε. «Ρίξτε και μελιτζάνες για σαλάτα".
Τα μυρμήγκια πηγαινοέρχονταν ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στα χορτάρια. Μια πεταλούδα κάθισε απαλά πάνω σε μια μολόχα. Κουνούσε τα χνουδωτά φτερά της χωρίς να γνωρίζει-ή μήπως το γνωρίζει-πόσες λίγες ώρες ζωής της μένουν ακόμη. Ένας λαγός πέρασε αλαφιασμένος. Από κοντά και κατά πόδας μια αλεπού πονήρω. Μακρόσυρτο μουρμουρητό οι μέλισσες, μπαινόβγαιναν στις κερήθρες. Από την κοιλάδα ακουγόταν ο ήχος κι ο αχός από τα αυτοκίνητα και από τον προαστιακό που πέρασε με ταχύτητα σφυρίζοντας. Μαζέψαμε λίγα χόρτα για αύριο, περιποιηθήκαμε τα λουκάνικα και ήπιαμε κόκκινο κρασί.
Ξαφνικά έγινε ταραχή. Μια κίνηση. Μια βουή ακούστηκε. Οι τρεις ξαδέρφες, η κορομηλιά, η βυσσινιά, η μυγδαλιά, στ' άσπρα ντυμένες αναρρίγησαν. Υποκλινόμενες, συναγωνίζονταν ποια πρώτη θα καλωσορίσει τη δεσποινίδα Άνοιξη που πρόβαλε, άγνωστο από πού, στεφανωμένη, ολόφωτη, ολόδροση, εν χορδαίς και οργάνοις πλημμυρίζοντας την πλάση όλη γι' άλλη μια φορά, γι' άλλη μια χρονιά, ελπίδα και χαρά.
"Πρόσεξε μην πέσεις. Βγάλε τα χέρια απ' τις τσέπες", μου φώναξε ο Αποστόλης, καθώς, φεύγοντας, περνούσα με δυσκολία, μέσα από τις λακκούβες και τα μπάζα, του υπό διαμόρφωση νέου δρόμου.
"Αν πέσω θα φταίει το κρασί κι όχι η Άνοιξη", του είπα σηκώνοντας το χέρι, πάνω από το ανάριχτο σακάκι, για να τον αποχαιρετήσω.
Του Νίκου Κύρκου