Τρεις από αυτές τις τελευταίες είναι η αμάθεια και η ημιμάθεια, που οδηγούν στην ακρισία και τρέφουν τη δημαγωγία, και η διχόνοια. Σ’ αυτές θα σταθώ στο σημερινό μου δημοσίευμα, αφού αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του λαού μας και τις πληρώνουμε ακριβά μέχρι και σήμερα.
Ξεκινώντας, λοιπόν, από την πρώτη θα έλεγα ότι λόγω τουρκοκρατίας για αρκετές δεκαετίες από συστάσεως ελληνικού κράτους το ποσοστό των αμαθών και απαίδευτων Ελλήνων, δικαιολογημένα εν πολλοίς, ήταν ιδιαίτερα υψηλό στην ελληνική επικράτεια, αφού η χώρα είχε, τότε, άλλες προτεραιότητες και, κυρίως, δε διέθετε τα μέσα για την αντιμετώπισή της. Η αδυναμία, όμως, αυτή βόλευε τους δημαγωγούς και επαγγελματίες της πολιτικής, που με τα καμώματα και τους μεγαλοϊδεατισμούς τους την εκμεταλλεύονταν ποικιλοτρόπως.
Αυτό συνέβαινε, γιατί άνθρωποι απαίδευτοι, που στη μεγάλη πλειοψηφία τους δεν μπορούσαν να γράψουν, να διαβάσουν και να μελετήσουν τη γλώσσα και την ιστορία τους, αλλά αρκούνταν, κατ’ ανάγκη, μόνο σε κολλυβογράμματα, ούτε έννοιες δύσκολες μπορούσαν να συλλάβουν, ούτε σύνθετες σκέψεις να κάνουν και να κατανοήσουν, ούτε κριτική σκέψη ν’ αναπτύξουν, ούτε ιστορική μνήμη ν’ αποκτήσουν. Στην περίπτωσή τους η προπαγάνδα και η παραπληροφόρηση εκ μέρους των πολιτικών και άλλων ηγεσιών εύκολα μπορούσε να τους καθυποτάξει, να εξάψει το θυμοειδές και το συναίσθημα και να τους παρασύρει στα μονοπάτια της κομματικής τύφλωσης και υποταγής στις θελήσεις και επιδιώξεις τους.
Με την πάροδο, βέβαια, του χρόνου βελτιώθηκαν, μεν, οι συνθήκες παίδευσης του λαού μας αλλά ένα πολύ μεγάλο τμήμα του, σιγά-σιγά, οδηγήθηκε, δυστυχώς, από την αμάθεια στην ημιμάθεια. Αυτή η τελευταία, ακόμα και στις μέρες μας, περισσεύει στον τόπο μας, επειδή η παιδεία δεν αντιμετωπίσθηκε ποτέ με τη δέουσα σοβαρότητα και συνέπεια, είναι δε χειρότερη από την αμάθεια, κι ας έχουν την εντύπωση ορισμένοι ότι η ημιμάθεια είναι προτιμότερη από αυτήν.
Αυτό συμβαίνει γιατί, ο μεν αμαθής γνωρίζει, τουλάχιστον, ότι δεν ξέρει και αρκετές φορές ρωτά, για να μάθει, ενώ ο ημιμαθής πάσχει από το σύνδρομο του «ξερόλα» και επειδή πιστεύει, ότι τα ξέρει όλα, κάνει πολλά λάθη στις επιλογές του, αφού δε ρωτά ούτε μελετά, για να μαθαίνει περισσότερα. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, δε διδάσκεται από τα λάθη του αλλά και δεν αναπτύσσεται, ούτε βελτιώνεται η κριτική του σκέψη, η οποία είναι απαραίτητη για σωστές επιλογές στη ζωή του, οπότε γίνεται κι αυτός εύκολη λεία των επιτηδείων.
Άφησα τελευταία από τις τρεις αδυναμίες την πιο σημαντική, τη διχόνοια, που ως κατάρα κατατρέχει, αιώνες τώρα, το λαό μας και δια των εμφυλίων πολέμων και όχι μόνο στοίχισε ακριβά και σε χρήμα και σε δάκρυ και σε αίμα. Άλλωστε, τέσσερις εμφύλιοι με τις μακροχρόνιες συνέπειές τους πριν συμπληρωθούν διακόσια χρόνια κρατικής υπόστασης και ανεξαρτησίας(1824-25 ο πρώτος, 1832 μετά τη δολοφονία Καποδίστρια ο δεύτερος, ο εθνικός διχασμός του 1915-16 ο τρίτος και 1945-49 ο τέταρτος) είναι υπεραρκετοί, για να χαράξουν βαθύτατα τον ψυχισμό και τη νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας αλλά και να συμβάλλουν με το παραπάνω στις επτά πτωχεύσεις, που έζησε και ζει κατά καιρούς ο τόπος μας και ο λαός του(1826 η πρώτη, 1833 η δεύτερη, 1893 η τρίτη, 1922 η τέταρτη, 1932 η πέμπτη, 1940 η έκτη και έβδομη αυτή που βιώνουμε σήμερα).
Αυτή, λοιπόν, τη διχόνοια, που συνεχίζει να μας διχάζει στα μικρά καθημερινά αλλά και μεγάλα ζητήματα, μαζί με την αμάθεια και την ημιμάθεια, που τρέφουν το λαϊκισμό και τη δημαγωγία, πληρώνουμε και σήμερα και μακάρι, έστω από τη σημερινή κρίση, να μας γίνουν μαθήματα τα παθήματά μας και άρχοντες και αρχόμενοι να βγούμε απ’ αυτή καλύτεροι και σοφότεροι, προκειμένου να βγούμε, επιτέλους, απ’ αυτή και χωρίς πισωγυρίσματα να δούμε το μέλλον της χώρας με αισιοδοξία και δύναμη.
Από τον Κώστα Γιαννούλα