Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι μάλλον αρνητική, παρά το ειδικό βάρος που φαίνεται να έχει η εκλογή Τραμπ, η οποία προοιωνίζεται στροφή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προς την εσωστρέφεια του «έθνους-κράτους» αλλά και το Brexit, με τις συνακόλουθες πολιτικό-οικονομικές αλλαγές που αναμένεται να προκαλέσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ισχύς των δυνάμεων της παγκόσμιας αγοράς και η κινητικότητα του κεφαλαίου ξεπερνούν κάθε δυνητικό εθνικό έλεγχο. Αρκεί να σημειωθεί ότι κάποιες από τις υπερεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες επιδιώκοντας το μέγιστο δυνατό κέρδος υπερβαίνουν σύνορα, ισοπεδώνουν κρατικούς θεσμούς και καθεστώτα και εκμαυλίζουν εθνικές κυβερνήσεις, είναι πλουσιότερες από πολλά κράτη μαζί.
Απότοκο της απώλειας ελέγχου του εθνικού κράτους λόγω της ανυπέρβλητης οικονομικής ισχύος των υπερεθνικών εταιριών είναι η εξασθένιση του κράτους πρόνοιας στο βωμό της περιστολής κρατικών δαπανών, ώστε τα εθνικά κράτη να καταστούν περισσότερο ανταγωνιστικά και να προσελκύσουν ευκολότερα επενδύσεις.
Από την άλλη πλευρά, αρκετά εθνικά κράτη υιοθέτησαν κατά το πρόσφατο παρελθόν την οικονομική παγκοσμιοποίηση για να επιτύχουν εθνικά οφέλη. Έτσι εξηγείται η ραγδαία οικονομική άνοδος που γνώρισαν τα τελευταία χρόνια χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, καθώς αξιοποίησαν το άνοιγμα του παγκόσμιου εμπορίου για να αναπτύξουν τις οικονομίες τους και να σφυρηλατήσουν την εθνική τους ισχύ.
Επιπρόσθετα, οι νέες τεχνολογίες, κυρίως το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν μετατραπεί σε φορείς παγκοσμιοποίησης και διαφεύγουν, πλην εξαιρέσεων χωρών όπως η Σαουδική Αραβία ή κατά περιόδους και η Τουρκία, τον εθνικό έλεγχο.
Αντίθετα, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, παρά τον πλουραλισμό και την πολυφωνία που τα χαρακτηρίζει κυρίως στις δυτικές δημοκρατίες, είναι περισσότερο «ευάλωτα» στην άσκηση εμμέσου ελέγχου από τα εθνικά κράτη, ο οποίος σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να φτάσει στα όρια της χειραγώγησης και της προπαγάνδας. Συνεπώς, τα ΜΜΕ μάλλον δεν έχουν σημαντικό μερίδιο στην επικράτηση και τη διατήρηση της παγκοσμιοποίησης.
Επίσης, η ενίσχυση του οπλοστασίου αρκετών αναπτυγμένων χωρών με πυρηνικά όπλα δημιούργησε σχέσεις αλληλεξάρτησης, καθώς ενδεχόμενη εμπλοκή τους σε πόλεμο με χρήση πυρηνικών θα τις συμπαρασύρει όλες μαζί στον όλεθρο. Αυτό σημαίνει ότι ούτε η διεξαγωγή του πολέμου είναι πια εξολοκλήρου «εθνική» υπόθεση, καθώς ο κίνδυνος μιας πυρηνικής καταστροφής αφορά πολλές χώρες. Αξίζει να επισημανθεί ότι το πρώτο πράγμα που παρέλαβε ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ από τον προκάτοχό του Μπαράκ Ομπάμα ήταν το βαλιτσάκι με τους κωδικούς του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου.
Παρόμοια, η λύση στο οξύτατο οικολογικό πρόβλημα που απειλεί με καταστροφή ολόκληρο τον πλανήτη μπορεί να δοθεί μέσα από τη συνεργασία διαφόρων κρατών και τη λήψη κοινών αποφάσεων. Μεμονωμένες πρωτοβουλίες εθνικών κρατών σε αυτό το πεδίο είναι επιθυμητές, αλλά δεν οδηγούν σε εξίσου δραστικά αποτελέσματα
Θυμίζουμε εδώ ότι η Ιαπωνία ανέλαβε δράση για τη συμφωνία του Κιότο, ενώ οι ΗΠΑ, η χώρα που εκπέμπει τις μεγαλύτερες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα αρνήθηκε να την υπογράψει επικαλούμενη απώλειες στην αμερικανική οικονομία. Δυστυχώς, αμετακίνητος στην ίδια κοντόθωρη λογική δείχνει να παραμένει και ο Ντόναλντ Τραμπ προτάσσοντας το εθνικό συμφέρον.
Συνεπώς, παρά την ενδυνάμωση των εθνικών κρατών ως απόρροια της εμφάνισης νέων εθνικισμών παγκοσμίως, η παγκοσμιοποίηση δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να δέχεται καίριο πλήγμα.
Αντίθετα, ο νέος εθνικισμός που προωθείται από διάφορα κράτη αναπτύσσεται σε περιβάλλον παγκοσμιοποίησης, παρά τις μεγαλοστομίες του νέου αμερικανού προέδρου ότι με τις πολιτικές του επιλογές θα αλλάξει το παγκόσμιο γίγνεσθαι.
* Του Βασίλη Πλατή, φιλόλογου-δρος Ιστορίας Α.Π.Θ.