Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, o γεωργικός τομέας συνεισφέρει στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν 2.9%, συμμετέχοντας ταυτόχρονα με ποσοστό το 14% στη συνολική απασχόληση, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση 1.2% και 5%. Πέραν αυτών πρέπει να υπολογισθεί η επί πλέον προστιθέμενη αξία που δημιουργεί η γεωργία, η οποία σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας (Mylonas, 2015**) μπορεί να φθάσει μέχρι 12.2 δισ. ευρώ κάθε χρόνο, εάν αντιμετωπισθούν ορισμένα διαρθρωτικά προβλήματα. Τα αντίστοιχοι δεδομένα για την Περιφέρεια Θεσσαλίας, η οποία καταλαμβάνει περί το 11% της συνολικής έκτασης της χώρας (14 εκ. km2) και το 7% του πληθυσμού περίπου Ελλάδας (733.000 κατοίκους περίπου, στοιχεία έτους 2011) είναι με βάση το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα της Περιφέρειας τα ακόλουθα: Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν 9.906 εκ. ευρώ, το οποίο είναι περίπου 71% του μέσου όρου της χώρας και Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) 8.699 εκ. ευρώ. Το ποσοστό της ΑΠΑ του πρωτογενή τομέα στη συνολική ΑΠΑ της Θεσσαλίας είναι πολύ χαμηλό, ήτοι περίπου 11% και βαίνει μειούμενη αφού και σε μεγαλύτερο ποσοστό από το αντίστοιχο συνολικό της χώρας.
Είναι όμως ικανοποιητική η συμβολή αυτή του πρωτογενούς τομέα στην εθνική οικονομία και αν όχι πως θα μπορούσε να βελτιωθεί; Η απάντηση στο ερώτημα είναι αβίαστα ότι είναι αρνητική, ιδίως αν γίνουν κατάλληλες συγκρίσεις με ό,τι συνέβη σε ολόκληρο τον κόσμο και πιο στενά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ουσιαστικά χωρίς στρατηγική, η γεωργία της χώρας μας υστέρησε σημαντικά έναντι της Ευρώπης και συνολικά του κόσμου. Έτσι ενώ η παγκόσμια γεωργική παραγωγή τα τελευταία 25 χρόνια αυξήθηκε κατά 220% και 86% στην Ευρώπη, η αντίστοιχη αύξηση στη χώρα μας ήταν μικρότερη του 20%, ενώ η προστιθέμενη αξία από τη μεταποίηση των τροφίμων ήταν μόνο 40% έναντι 70% της Δυτικής Ευρώπης. Ταυτόχρονα, αν και η ποσοστιαία συμμετοχή του γεωργικού προϊόντος στην Ελληνική οικονομία είναι υπερδιπλάσια του μέσου όρου της ΕΕ (2,9 της Ελλάδας έναντι 1.2% της ΕΕ), η Ελλάδα είναι ελλειμματική σε τρόφιμα που αντιστοιχούν σε περίπου 1.2 δισ. ευρώ έναντι 9 δισ. πλεονάσματος σε επίπεδο ΕΕ.
Τα βασικά διαρθρωτικά προβλήματα του πρωτογενή τομέα της γεωργίας στο σημερινό περιβάλλον όπως διαμορφώνεται από τη νέα ΚΑΠ είναι συνοπτικά τα εξής:
* Μικρό μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και κατακερματισμός τους (περί τα 40 στρ. έναντι 120 στρ. στις άλλες μεσογειακές χώρες). Αυτό σημαίνει μεγάλη αύξηση του κόστους παραγωγής και μείωση της διαπραγματευτικής δύναμης των παραγωγών στη διάθεση των προϊόντων. Η λύση αυτού του προβλήματος περνάει υποχρεωτικά από την δημιουργία και σωστή λειτουργία αγροτικών συνεταιρισμών. Σημειώνεται ότι σήμερα μόνο το 20% της ελληνικής παραγωγής καλύπτεται από τους συνεταιρισμούς έναντι 4% του μέσου όρου της Ευρώπης.
* H μη ικανοποιητική δημιουργία επώνυμων προϊόντων. Μια προσεκτική διερεύνηση των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων δείχνει ότι περίπου 70% αυτών είναι επώνυμα (branded). Φαίνεται λοιπόν ότι η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στον τομέα αυτό που πρέπει να αξιοποιήσει με τη δημιουργία και προώθηση προϊόντων ονομασίας προελεύσεως (ΠΟΠ).
* H μικρή συνεργασία με άλλους τομείς της οικονομίας, όπως π.χ. ο Τουρισμός. Ο Τουρισμός συνεισφέρει αποφασιστικά στην εθνική οικονομία. Η άμεση συμβολή του στη δημιουργία του ΑΕΠ της Χώρας ήταν για το 2014 9% ενώ η έμμεση εκτιμάται ότι ανήλθε σε 20-25%. Η διασύνδεση επομένως της γεωργίας με τον κλάδο αυτό της οικονομίας μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά αμοιβαία οφέλη και θα πρέπει αποτελέσει βασικό στόχο της αγροτικής πολιτικής.
* O αργός τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της γεωργικής παραγωγής. Η χρήση νέων τεχνολογιών και η υιοθέτηση νέων συστημάτων καλλιέργειας, (π.χ. χρήση βελτιωμένων σπόρων, δημιουργία νέων ποικιλιών, γεωργία ακριβείας κ.λπ.) είναι πολύ περιορισμένη στην Ελλάδα. Σημειώνεται ότι οι επενδύσεις σε αγροτική έρευνα και ανάπτυξη ανέρχονται μόλις το 1.1 ευρώ /στρ. το χρόνο (έναντι 3.3/ευρώ στρ. στην Ευρώπη), ενώ μόνο το 7% των εργαζομένων στον αγροτικό τομέα έχουν εξειδικευμένη εκπαίδευση, έναντι 50% κατά μέσο όρο στην Ευρώπη).
____________________________________________________
**Mylonas, P. 2015. Unlocking the potential of Greek agro-food industry. National Bank of Greece, Sectorial Report, pp. 40.
OECD. 2010. Challenges for Agricultural Research, OECD Publishing. Pp. 305.
Loebenstein, G. and G. Thottappilly (Eds.). Agricultural Research Management. Springer, pp. 406.
Του Χρίστου Τσαντήλα
* Ο Χρίστος Τσαντήλας είναι τακτικός Ερευνητής Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού ΔΗΜΗΤΡΑ