Του Γιάννη Μπασλή δρ.φ.
Κάθε τρεις και μία διάφοροι ‘γραμματιζούμενοι’ διατυπώνουν αναπόδεικτα την άποψη πως τάχα η γλώσσα ‘χάλασε’, οι νέοι δεν χρησιμοποιούν σωστά τη γλώσσα και πως υπεύθυνο γι’ αυτό είναι το σχολείο. Αυτό ασφαλώς σημαίνει πως το παλιότερο σχολείο με τα βιβλία που χρησιμοποιούσε καλλιεργούσε τη γλωσσική ικανότητα των παιδιών κι επομένως εμείς οι παλιότεροι είμαστε πολύ ικανοί χρήστες της γλώσσας, κάτι βέβαια που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Μια παρακολούθηση πολιτικής συζήτησης στην τηλεόραση είναι αρκετή, για ν’ ανατρέψει την άποψη.
Όσοι διατυπώνουν την παραπάνω άποψη ξεχνούν πρώτα ότι κάθε γενιά εδώ και αιώνες έχει αυτή την άποψη, ότι οι νέοι δεν χρησιμοποιούν ορθά τη γλώσσα, κι ύστερα ότι τη γλωσσική ικανότητα του ατόμου δεν την καλλιεργεί μόνο το σχολείο, αλλά και το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, η παρέα, οι διάφορες κοινωνικές, επαγγελματικές, κομματικές, συνδικαλιστικές, καλλιτεχνικές, αθλητικές κλπ. ομάδες στις οποίες κάθε άτομο εντάσσεται μεγαλώνοντας. Η ικανότητα μάλιστα προφορικής επικοινωνίας καλλιεργείται πρώτιστα έξω από το σχολείο, στις ομάδες που ο καθένας εντάσσεται. Κάθε μια από τις ομάδες αυτές αναπτύσσει το δικό της γλωσσικό κώδικα, που χρησιμοποιούν τα μέλη με τρόπο που να δείχνει τόσο στα μέλη της ομάδας του όσο και των άλλων ομάδων ότι ανήκει στη συγκεκριμένη ομάδα. Έτσι π.χ. ο γλωσσικός κώδικας που χρησιμοποιεί ο συνδικαλιστής του ΚΚΕ είναι διαφορετικός από αυτόν που χρησιμοποιεί ο συνδικαλιστής της Νέας Δημοκρατίας. Η γλωσσική τους, αλλά και η όλη συμπεριφορά, δείχνει την κομματική ταυτότητα.
Οι σχέσεις δυο συνομιλητών κινούνται γλωσσικά σε δυο άξονες, στον κάθετο άξονα της εξουσίας και στον οριζόντιο άξονα της ισοτιμίας. Όταν δυο συνομιλητές έχουν σχέση εξουσίας, ο ένας δηλ. είναι ιεραρχικά ανώτερος, π.χ. προϊστάμενος, αξιωματούχος, μεγαλύτερος σε ηλικία κλπ., τότε χρησιμοποιούν, ιδιαίτερα ο ιεραρχικά κατώτερος, το λεγόμενο πληθυντικό της ‘ευγένειας’, προσέχουν δηλ. τόσο το λεξιλόγιο όσο και τη δομή του λόγου τους. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν οι συνομιλητές βρίσκονται σε σχέση ισοτιμίας, π. χ. είναι συνάδελφοι επαγγελματικά, συμφοιτητές, απλά γνωστοί κλπ., αλλά δεν γνωρίζονται καλά και η σχέση τους χαρακτηρίζεται από μη οικειότητα και απόσταση. Έτσι π.χ. ένας μαθητής/φοιτητής συνομιλώντας με τον καθηγητή του, ένας υπάλληλος με τον προϊστάμενό του, ένας άντρας/γυναίκα μ’ έναν άγνωστο ή ελάχιστα γνωστό του, για να φανεί ευγενής, οφείλει να χρησιμοποιεί πληθυντικό της ευγένειας και λεξιλόγιο που δεν προσβάλλει το συνομιλητή του. Μόνο αν η περίσταση επικοινωνίας είναι ανεπίσημη και υπάρχει μεγάλη οικειότητα οι συνομιλητές δεν προσέχουν τον λόγο τους. Σ’ όλες αυτές τις συνθήκες επικοινωνίας οι συνομιλητές προσπαθούν με το λόγο τους να δείξουν αμοιβαίο σεβασμό.
Οι παραπάνω κανόνες γλωσσικής συμπεριφοράς εφαρμόζονται από τα μέλη όλων των κοινωνικών, επαγγελματικών κλπ. ομάδων, αλλά όχι από τα μέλη των κομματικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων, όταν αντιπαρατίθενται λεκτικά με τα μέλη άλλων κομματικών/συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο γλωσσικός κώδικας που κάθε ομάδα ‘εκτοξεύει’ προς την άλλη δεν είναι απλά ένας διακριτός κώδικας. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αγένειας. Με ύφος επιθετικό χρησιμοποιούν λέξεις που προσβάλλουν την προσωπικότητα του συνομιλητή, δείχνοντας έλλειψη κάθε σεβασμού. Αξιώματα, ηλικία κλπ. δεν λαμβάνονται υπόψη. Ο ‘αγενής’ αυτός λόγος χαρακτηρίζει τις συζητήσεις των πολιτικών και συνδικαλιστών στη Βουλή και στις τηλεσυζητήσεις. Το φαινόμενο φούντωσε και κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1980 κι ύστερα.
Οι φοιτητές που εντάσσονται στις κομματικές φοιτητικές οργανώσεις υιοθετούν ταχύτατα τον προσβλητικό και αγενή γλωσσικό κώδικα των κομμάτων τους. Φυσικά τον γλωσσικό αυτό κώδικα δεν τον διδάσκονται στα σχολεία, ούτε στις αίθουσες διδασκαλίας των πανεπιστημίων, αλλά στα κόμματα και στις κομματικές συναθροίσεις. Και ως νέοι τον χρησιμοποιούν στον ύψιστο βαθμό, για να πάρουν τα εύσημα από τους κομματικούς τους πάτρωνες. Ορισμένοι μάλιστα φοιτητές που αυτοαποκαλούνται ‘αριστεροί’ χρησιμοποιούν τον κώδικα της ‘προσβολής και της αγένειας’ σε ύψιστο βαθμό. Δεν σέβονται κανέναν. Σ’ έπιανε κυριολεκτικά ‘ψυχοπλάκωμα’ παρακολουθώντας τις προάλλες καμιά 30ριά «φοιτητές» να καθυβρίζουν με το χειρότερο τρόπο τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Φορτσάκη, χωρίς να σέβονται οι νεανίσκοι ούτε την ηλικία του, ούτε τα αξιώματά του, του καθηγητή και του πρύτανη. Πού έμαθαν τα θρασύτατα αυτά φοιτητάκια το γλωσσικό αυτό ύφος και ήθος; Ασφαλώς όχι στο σχολείο.
Είναι, θαρρώ, καιρός οι διάφοροι γραμματιζούμενοι αντί να εκστομίζουν την αναπόδεικτη άποψη ότι η γλώσσα ‘χάλασε’ καλό θα είναι να στρέψουν την προσοχή τους στον ‘αγενή’ κομματικό λόγο και ν’ αρχίσουν μια εκστρατεία να πείσουν τους πολιτικούς, κομματάρχες και συνδικαλιστές να χρησιμοποιούν κομματικό/συνδικαλιστικό λόγο που δεν προσβάλλει τον κομματικό/συνδικαλιστικό ή άλλον αντίπαλο/συνομιλητή..