Από τον Κώστα Γιαννούλα
Το τελευταίο διάστημα και συγκεκριμένα μετά τις εθνικές εκλογές στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, εντός και εκτός Ελλάδος, και μάλιστα μεθ’ υπερβολής βρέθηκαν, εκτός της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, οι ενδυματολογικές προτιμήσεις και οι συμπεριφορές του Πρωθυπουργού και Υπουργών του, προπάντων του κ. Βαρουφάκη, και ό,τι αυτές σηματοδοτούν. Τίθεται, γι’ αυτό, από πολλούς το ερώτημα, αν τα ρούχα κάνουν τον πολιτικό ή ο πολιτικός τα ρούχα, κατ’ αναλογία με το αν κάνουν τα ράσα τον παπά ή ο παπάς τα ράσα.
Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ ράσου και παπά, χάριν συντομίας θα μπορούσε επιγραμματικά να πει κανείς, ότι η σχέση αυτή είναι αμφίδρομη, γιατί χωρίς ράσο δεν νοείται παπάς, αλλά δεν αρκεί αυτό από μόνο του, αν, όποιος το φορά το χρησιμοποιεί μόνο για να καλύπτει εξωτερικά την ψυχική του γύμνια και τις αδυναμίες του χωρίς παράλληλα να το τιμά και με τις πράξεις του. Κατά συνέπεια, δεν κάνουν από μόνα τους τα ράσα τον παπά, αλλά ο καλός παπάς τα ράσα.
Ας έλθουμε, τώρα, στους πολιτικούς, για τους οποίους λέγεται επί πλέον, ότι η γυναίκα του Καίσαρα πρέπει όχι μόνο να φαίνεται αλλά και να είναι τίμια. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει κανόνας αναγκαστικός, για το πώς πρέπει να ντύνονται. Εθιμικώ δικαίω, όμως, και για λόγους δεοντολογίας τους έχουμε συνηθίσει καλοντυμένους και κυριλάτους, γιατί, κατά την επικρατούσα μέχρι τώρα άποψη, το κλασικό ντύσιμο προδιαθέτει ευμενώς και προσδίδει σοβαρότητα και κύρος σ’ αυτούς, που το φορούν. Ως εκ τούτου, ούτε λίγο-ούτε πολύ, κρίνεται απ’ την πλειοψηφία του κόσμου απαραίτητο για τους πολιτικούς, καθ’ ον χρόνον, τουλάχιστον, ασκούν τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα.
Ελάτε, όμως, που υπάρχουν πολιτικοί , οι οποίοι, καίτοι φορούν κλασικό ντύσιμο, αποδεικνύονται, συχνά-πυκνά, κατώτεροι των περιστάσεων, αφού με τις αποφάσεις και τις πράξεις τους, εσκεμμένα ή μη, ζημιώνουν τον τόπο και τους πολίτες είτε χρηματιζόμενοι είτε διαπλεκόμενοι είτε φωνασκούντες και αλληλοϋβριζόμενοι είτε ψευδόμενοι, άλλα λέγοντας προεκλογικά και άλλα κάνοντας μετεκλογικά, διαψεύδοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις προσδοκίες των πολιτών. Στην περίπτωσή τους, να βράσει κανείς το ντύσιμό τους, γιατί συμβάλλει, απλά, στην εξαπάτηση των πολιτών, οπότε η πιο ισορροπημένη συνταγή για έναν καλό πολιτικό είναι να φορά μεν κυριλάτο ρούχο σεβόμενος την εθιμοτυπία αλλά και να το τιμάει, όμως, με τις πράξεις του και έμμεσα τους πολίτες.
Βεβαίως, υπάρχουν και κάποιοι πολιτικοί, που ενδεχομένως απεχθάνονται εκ πεποιθήσεως τη γραβάτα και το κοστούμι, είτε γιατί δεν είναι πλέον της μόδας, είτε γιατί αυτά έχουν ταυτισθεί στη συνείδηση του κόσμου με την ελιτίστικη κοινωνία και με τους δήθεν. Επιμένουν, γι’ αυτό, στις δικές τους ασύμβατες ενδυματολογικές προτιμήσεις, καίτοι αυτές προδιαθέτουν δυσμενώς. Τέτοιες προτιμήσεις πρέπει να είναι σεβαστές, πάντα όμως με την προϋπόθεση ότι οι πολιτικοί αυτοί τιμούν και σέβονται το λαό με τις πράξεις τους και υποστηρίζουν με συνέπεια τις επιλογές τους.
Όσοι, όμως, χρησιμοποιούν τα ρούχα τους, κυριλάτα ή ασύμβατα, μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσουν και ν’ αποπροσανατολίσουν ή για να καλύπτουν μ’ αυτά την κενότητά τους, την ασυνέπεια και γενικότερα τις αδυναμίες τους, εξαπατώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τους πολίτες, είναι κατακριτέοι και πρότυπα προς αποφυγήν.
Κατακριτέοι, επίσης, κρίνονται, κατά την άποψή μου, και όσοι πολιτικοί δίνουν την εντύπωση ότι εξαρτούν τις ενδυματολογικές προτιμήσεις και συμπεριφορές τους όχι απ’ τις δικές τους επιλογές και απ’ τις πεποιθήσεις τους αλλά αντιγράφοντας, για λόγους σκοπιμότητας, συμπεριφορές άλλων, πόσο μάλλον όταν αυτοί οι άλλοι χαράσσουν πολιτικές και υποδεικνύουν στάσεις ζωής, με τις οποίες ενδόμυχα μπορεί και να διαφωνούν.
Όσον αφορά, τέλος, τον τρόπο ντυσίματος και συμπεριφοράς του Πρωθυπουργού και του κ. Βαρουφάκη, για να τους κρίνουμε, απομένει να δούμε, αν μέχρι τέλους θα τιμήσουν με τις πράξεις τους τα ρούχα και τα παντελόνια, που φορούν, ή αν όλα αυτά αποτελούν προπέτασμα καπνού για αποπροσανατολισμό του λαού απ’ τα καυτά προβλήματά του, γιατί υπάρχει περίπτωση με την πάροδο του χρόνου στην εξουσία να έχουν κι αυτά την τύχη του ζιβάγκο. Τα κλασικά παλτό, πάντως, συνοδευόμενα από κασκόλ και μάλιστα τύπου «μπέρμπερις», που φορέθηκαν τις μέρες των διαβουλεύσεων στις Βρυξέλλες, και ο τρόπος που έγινε και κατέληξε μέχρι τώρα η διαπραγμάτευση προδικάζουν, ενδεχομένως, τί πρόκειται ν’ ακολουθήσει προσεχώς και αν άλλαξε ο Μανωλιός και φόρεσε την κάπα του αλλιώς. Ίδωμεν, λοιπόν!