Η ξηρασία και τα άλλα ακραία κλιματικά φαινόμενα έχουν άμεση επίπτωση στην ποσότητα και την ποιότητα της γεωργικής παραγωγής, ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η αλλαγή του κλίματος προβλέπεται ότι θα έχει επίπτωση στη μεταβολή της βροχόπτωσης, στην αύξηση της θερμοκρασίας και του διοξειδίου του άνθρακα, και στην αύξηση του κινδύνου στη μετάδοση εχθρών και ασθενειών στις καλλιέργειες.
Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή σε πρόσφατες εκθέσεις της αναφέρει ότι μία μέτρια αύξηση της θερμοκρασίας 1-2 οC μέχρι το 2050, πιθανό να αυξήσει τις αποδόσεις των καλλιεργειών σε εύκρατες περιοχές, αλλά θα μειώσει τις αποδόσεις στις υποτροπικές και τροπικές περιοχές. Επίσης, η κλιματική αλλαγή, μπορεί να επηρεάσει θετικά τη γεωργία σε κάποιες περιοχές (π.χ. επιμήκυνση καλλιεργητικών περιόδων, πρωϊμότητα) ή αρνητικά (π.χ. περισσότερη ξηρασία, ερημοποίηση, εξάντληση υδροφόρων οριζόντων, υφαλμύρωση).
Οι τάσεις του κλίματος στον 21ο αιώνα δείχνουν συνεχιζόμενη αύξηση της θερμοκρασίας στα υψηλά πλάτη του βόρειου ημισφαιρίου (Σκανδιναβία), και επεκτείνεται η ξηρασία στη Μεσόγειο. Ενδεικτικά, η ανάλυση συχνοτήτων της βροχόπτωσης του μετεωρολογικού σταθμού της Λάρισας αποδεικνύει ότι οι συχνότητες βροχόπτωσης στη Λάρισα της πρόσφατης περιόδου παρουσιάζουν συνολικά μείωση του συνολικού ύψους βροχής, και αύξηση της έντασης, δηλαδή περισσότερες περιπτώσεις καταιγίδας. Δηλαδή, οι αυξανόμενες πιθανότητες εκδήλωσης ακραίων φαινομένων θα αυξήσουν τον κίνδυνο ζημιών στη συγκομιδή. Ακόμα, αναμένεται να υπάρχει επίπτωση στην εφαρμογή γεωργικών πρακτικών, όπως αλλαγές στη χρήση τον νερού, στις γεωργικές εισροές, στα λιπάσματα, στους ψεκασμούς και σε καλλιεργητικές πρακτικές. Σε περιβαλλοντικό επίπεδο, οι επιπτώσεις εντοπίζονται στα προβλήματα που έχουν σχέση με τη στράγγιση των εδαφών, στη διάβρωση και γενικά στην υποβάθμιση των φυσικών πόρων.
Η αλλαγή του κλίματος θα έχει επιπτώσεις στην ποιότητα και διαθεσιμότητα των υδάτινων πόρων, και θα επηρεάσει πολλούς αγροτικούς τομείς, κυρίως την παραγωγή τροφίμων, όπου το νερό διαδραματίζει καίριο ρόλο. Επίσης, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να περιορίσει ακόμα περισσότερο την πρόσβαση σε ασφαλές πόσιμο νερό, επομένως, μπορεί να εντείνει τις μεταναστευτικές πιέσεις.
Ειδικότερα, η κλιματική αλλαγή μπορεί να επηρεάσει τους παρακάτω τομείς του αγροτικού περιβάλλοντος, όπως: αλλαγή στη σύνθεση των καλλιεργειών, καταστροφή καλλιεργειών από τις μεταβολές στη θερμοκρασία, αύξηση αναγκών νερού στις καλλιέργειες, αυξημένος κίνδυνος απερήμωσης, μείωση βοσκήσιμης έκτασης, απώλεια καλλιεργήσιμης έκτασης σε παραθαλάσσιες περιοχές, εκβολές ποταμών και πεδία πλημμυρών, αλάτωση υπόγειων νερών. Επιστημονικές προβλέψεις περιγράφουν σενάρια για την αγροτική παραγωγή της Ελλάδας, οι οποίες, αν επαληθευτούν, θα αλλάξουν ριζικά τον χάρτη με τα προϊόντα που παράγει η κάθε περιοχή. Παραδοσιακές καλλιέργειες θα εξαφανισθούν ή θα είναι απίθανο να αποφέρουν καρπούς εκεί που ευδοκιμούσαν παλαιότερα. Έτσι για παράδειγμα, η παραγωγή καλαμποκιού στη Θεσσαλία μπορεί να μειωθεί έως και 55%. Το βαμβάκι στις περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας θα μειωθεί έως και 29%. Παράλληλα, οι δενδρώδεις καλλιέργειες αναμένεται να μην ευδοκιμήσουν ξανά, ιδιαίτερα στις περιοχές της νότιας Ελλάδας και της Κρήτης.
Η αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος πρέπει να επικεντρωθεί στη σταθεροποίηση και τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Ειδικότερα για την Ελλάδα, ενώ κατά τη διάρκεια της περιόδου 1990-2005 καταγράφηκε µια ανοδική τάση στην εξέλιξη των εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου, στη συνέχεια παρατηρήθηκε συνεχής μείωση, µε αποτέλεσµα το 2013 το επίπεδο των εκποµπών να φθάσει στο επίπεδο του 1990. Το 2014 οι εκποµπές µειώθηκαν κατά 3,3% έναντι του 2013 και αθροιστικά εµφανίζουν µείωση κατά 3,2% έναντι του 1990. Όμως, η µείωση των εκποµπών προήλθε κυρίως από τις δραστηριότητες που έχουν σχέση µε την ενέργεια, δηλαδή αντανακλά σε µεγάλο βαθµό την υποχώρηση της οικονοµικής δραστηριότητας τα τελευταία χρόνια, η οποία εκτιμάται ότι θα συνεχισθεί μέχρι το 2020. Για την περίοδο 2020-2030, προβλέπεται αύξηση των εκπομπών αερίων ρύπων από τη γεωργία, σαν αποτέλεσμα της αναμενόμενης οικονομικής ανάκαμψης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η γεωργία προσφέρει ευκαιρίες για αντιμετώπιση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου με εφαρμογή ορθών καλλιεργητικών πρακτικών, όπως ορθή λιπαντική αγωγή, διαχείριση άρδευσης, φυτοκάλυψη, καθώς και με ορθολογική αλλαγή χρήσεων γης. Μελλοντικά, ίσως θα μπορούσε να προβλεφθεί από την Πολιτεία οικονομική στήριξη των αγροτών οι οποίοι αποδεδειγμένα εφαρμόζουν αγροπεριβαλλοντικές πρακτικές προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές αερίων προς την ατμόσφαιρα. Η προσαρμογή της γεωργίας στην κλιματική αλλαγή απαιτεί χρόνο και συνήθως περιλαμβάνει επιλογές, όπως: χρήση νέων τεχνολογιών, γενετική βελτίωση καλλιεργειών με ποικιλίες ανθεκτικές στον καύσωνα και την ξηρασίας, καθώς και επενδύσεις σε τράπεζες γενετικού υλικού.
Τέλος, πρέπει να τονισθεί η ανάγκη για λήψη δέσμης μέτρων και πρακτικών σταδιακής προσαρμογής της γεωργίας στην κλιματική αλλαγή τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν π.χ. την αποτελεσματική χρήση νερού στις ξηρές περιοχές, την εισαγωγή καλλιεργειών ανθεκτικών στην ξηρασία, καθώς και εξειδικευμένα μέτρα προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες συνθήκες για κάθε περιοχή. Αποτελέσματα από έρευνες στην Ελλάδα (Tsiros et al., 2009), απέδειξαν ότι μπορεί να προταθεί ένα πλαίσιο προσαρμογής της γεωργίας σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής που περιλαμβάνει μέτρα, όπως: αλλαγές στις ημερομηνίες σποράς (με βάση τις αναλύσεις τάσεων της θερμοκρασίας), επειδή η πρώιμη σπορά παρέχει γενικά μεγαλύτερης διάρκειας βλαστική περίοδο, αναδιάρθρωση καλλιεργειών, χρήση ποικιλιών ανθεκτικών στην ξηρασία, αλλαγές στις μεθόδους άρδευσης για εξοικονόμηση νερού.
* Του δρ. Θεοδώρου Καρυώτη, γεωπόνου-εδαφολόγου