Φτάσαμε μακριά μα όλα τα κουβαλούσαμε μαζί μας. Διακοπές σου λέει ο άλλος. Διακόψαμε από τι; Από τη δουλειά βέβαια. Από τις συνήθειες. Από τις σκέψεις όμως πώς διακόπτεις; Μαζί μας ήταν, παρούσες, φορτικές, πανωγόμι ανά πάσα στιγμή. Ολοένα να τριβελίζουν το μυαλό και συχασμό να μην έχουν. Κι αυτές κι εμείς. Ζουρ ζουρ ζουρ. Τις πήγαμε ένα ταξιδάκι να ξελαμπικάρουν, μήπως ξεγελαστούν και μας αφήσουν ανενόχλητους στη χαρούμενη μοναξιά μας, αλλά τις φέραμε πίσω-μας ακολούθησαν σαν σκιά-, πιο ζωηρές, πιο επίμονες πιο απαιτητικές. Δεν γλυτώσαμε τελικά. Εγώ δηλαδή. Δεν ξέρω για τους άλλους.
Τελειώσαμε. Τα κλαδευτήρια στόμωσαν. Τα μαχαίρια θηκαρώθηκαν. Μαζεύτηκαν τα σταφύλια, βράζει το κρασί, σε λίγο θα βγει το νέο τσίπουρο. Σειρά για συγκομιδή έχουν τώρα τα βροντερά καρύδια, τα χνουδωτά ακτινίδια, τα ρόιδα, τα κυδώνια, οι ελιές. Γιατί απ' τον τρύγο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές, που λέει και η παροιμία.
Επιστρέψαμε στην μελαγχολική πόλη. Άλλοι συνεχίζουν κι άλλοι τώρα ξεκινούν. Ελπίζουμε να βρεθούμε ξανά. Στην Ταχυδρομείου, στο πάρκο του Αγίου Αντωνίου, στις πλατείες, στα σταυροδρόμια, στις γωνιές των δρόμων μούσκεμα απ' τη βροχή, άσπροι απ' το χιόνι. Με σηκωμένους τους γιακάδες, τα χέρια στις τσέπες, κατακόκκινοι από το κρύο, ροδοκόκκινοι απ' το κρασί, εμείς οι νυχτερινοί περιπατητές της νοσταλγίας. Μπορεί να μην αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον. Λέω, μπορεί. Αλλά πώς να θυμηθείς, παράδειγμα το Σάκη που ούτε ο ίδιος αναγνωρίζει τον εαυτό του; Που κοιτάζεται στον καθρέφτη κι αναρωτιέται ποιος είναι; Σαν να φοράμε προσωπίδες. Προσωπίδες πρέπει να φοράμε-ίσως φοράμε-όλο το χρόνο κι όχι μόνο τις αποκριές.
Πάντως εγώ τους θυμάμαι όλους. Αυτοί εμένα όχι. Φαίνεται πως μόνο εγώ άλλαξα κι ας νομίζω πως έμεινα ο ίδιος. Κάποιους παλιόφιλους-δώδεκα χρόνια συμμαθητές- τους κάνω πλάκα. Τους φωνάζω, με το μικρό τους μάλιστα όνομα, (έχω φοβερή μνήμη, δυστυχώς), με πλησιάζουν απορούντες και όταν τους λέω ποιος είμαι ανοίγουν το στόμα μια πθαμή. Άρα εγώ άλλαξα. Αλλά και πώς να θυμηθεί ο ένας τον άλλο, λέω πάλι. Δεν έχουμε πια στιλπνά μάγουλα, μηδέ μέτωπα αρυτίδωτα. Τα δόντια ξεκαρφώθηκαν, η ματιά δεν είναι αετίσια, τα πόδια τρέμουν, πάνε σβαρνιστά. Τα μαλλιά αραίωσαν ή λείπουν, οι κοιλιές περήφανα προτεταμένες-δείγμα ευζωίας ενός καλοταϊσμένου συζύγου. Ιδανικές προδιαγραφές ενός μελλοντικού γόη!, ενός πάλαι ποτέ πολλά υποσχόμενου Καζανόβα. Τουλάχιστον παραμένουμε ευθυτενείς, ντούροι.
"Ενώ είσαι μια χαρά παιδί και τίποτα δε σου λείπει, όλο με υποτιμάς" ακούω τον έσω εαυτό μου να με μαλώνει. Είναι γκουβρωμένος, επειδή δεν τον πήγα ταξίδι σε τόπους ξωτικούς, όπως του είχα υποσχεθεί. Λες και ήταν μαθημένος κι από το χωριό του έτσι. Που την έβγαζε μια ζωή, ως παραπήνειος, ψαρεύοντας μάλιστα μερικές φορές γουλιανούς όταν τον θέριζε η πείνα, ντρέπεται να το πει. Τώρα που η σύνταξή του μειώθηκε στο μισό, τώρα θέλει μεγαλεία.
Οκτώβριος κιόλας. Μέσιασε. Σε λίγο θα ανταμώσουμε τον μπάρμπα Χειμώνα. Με τα καλά και τα κακά του. Πώς περνούν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Σαν ήσυχα απογεύματα γλιστρούν οι μέρες. Σαν κυνηγημένες φεύγουν οι ώρες. Νυχτώνει ξημερώνει πάντα στον ίδιο το σκοπό. Θα ξαναβρεθούμε με τους φίλους. Αν όχι, θα έχουμε πάντα το Παρίσι, ε, την Κούμα ήθελα να πω.
Οκτώβριος κιόλας. Η συσκευή του τηλεφώνου σιωπά. Οι επιθυμίες παρέμειναν επιθυμίες. Κι εμείς προβληματιζόμαστε για όσα τούτος ο χειμώνας θα μας φέρει. Κι εγώ θα θυμηθώ ξανά το ποίημα που πάντα με αρρωσταίνει:
Καλημέρα θλίψη
Αγάπη κορμιών χαριτωμένων
Δύναμη της αγάπης
που πηγάζει από μέσα της η ευγένεια
ένα φάντασμα μοιάζεις δίχως σώμα
κεφάλι που διαψεύστηκαν οι ελπίδες σου
Θλίψη όμορφο πρόσωπο.
(Από την "Άμεση Ζωή", του P. Elyard σε μετάφραση Νικηφόρου Βρεττάκου).