Είναι γνωστό ότι η δομή της ελληνικής οικογένειας μεταπολεμικά και συγκεκριμένα μετά την είσοδo της γυναίκας στην αγορά εργασίας, σε σύγκριση με το παρελθόν, έχει αλλάξει σημαντικά. Αντί π.χ. να συνυπάρχουν στο ίδιο σπίτι όλες οι γενιές συμπαραστεκόμενες η μια την άλλη, τα νέα αντρόγυνα, για να μην μπλέκονται στα πόδια τους και δημιουργούν προβλήματα, προτιμούν να στήνουν το δικό τους σπιτικό μακριά απ’ τους μεγάλους ακολουθώντας την τακτική του «μακριά κι αγαπημένα».
Η εξέλιξη αυτή έχει τις παρενέργειές της προπάντων για την εργαζόμενη μητέρα, γιατί, όσο και να τη βοηθά και να τη στηρίζει ο σύντροφός της, φορτώνεται αυτή κυρίως στην πλάτη της νοικοκυριό, εργοδότη αλλά και το μεγάλωμα και την ανατροφή των παιδιών της, οπότε είναι καταδικασμένη, μέχρι αυτά να ποδαρώσουν, να ζει μια ζωή χωρίς ανάσα, γεγονός που αποτρέπει αρκετές γυναίκες απ’ το να γίνονται μητέρες.
Βεβαίως, στο δράμα της αυτό βρίσκει, συνήθως, συμπαραστάτες κάποιον απ’ τους γονείς, όταν μπορούν και είναι διαθέσιμοι, αλλά κάτι τέτοιο είναι λύση ανάγκης, γιατί, όπως και να το κάνουμε, διαφορετικά ανατρέφει ο γονιός τα παιδιά του και διαφορετικά οι γιαγιάδες και οι παππούδες, οπότε, αρκετές φορές, τα παιδιά μπερδεύονται και δυσκολεύονται να βρουν το δρόμο τους.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, η πολιτεία δεν έμεινε με τα χέρια της σταυρωμένα αλλά με διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις και παρεμβάσεις της προσπάθησε να δώσει λύσεις και να διευκολύνει, κάπως, τα ανδρόγυνα στην άσκηση των γονικών τους υποχρεώσεων. Αρχικά ξεκίνησε να δίνει άδεια τοκετού μετ’ αποδοχών δύο μήνες πριν και άλλους τόσους μετά τον τοκετό στην εργαζόμενη μητέρα. Αλλά αυτό δεν επαρκούσε. Και επειδή οι βρεφονηπιακοί σταθμοί ήταν, κάποτε, ανύπαρκτοι ή ελάχιστοι και αυτοί ιδιωτικοί, όταν δεν μπορούσαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες, τη λύση την έδιναν οι νταντάδες αλλά επ’ αμοιβή, με αποτέλεσμα να δέχεται πιέσεις ο οικογενειακός κορβανάς, όταν δεν άντεχε.
Με την πάροδο του χρόνου, Πολιτεία και Δήμοι προχώρησαν σιγά-σιγά στη λειτουργία βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών ξοδεύοντας, στα πλαίσια άσκησης κοινωνικής πολιτικής, μεγάλα ποσά και για κτιριακές υποδομές και για πρόσληψη εξειδικευμένου προσωπικού και για τις λειτουργικές δαπάνες τους, μια που σ’ αυτούς οι υπηρεσίες παρέχονται είτε δωρεάν είτε έναντι μικρού τιμήματος, αν το συγκρίνει κανείς μ’ αυτό των ιδιωτικών.
Εν τούτοις και παρά τη διάθεση ευρωπαϊκών κονδυλίων οι δημόσιες και οι δημοτικές υποδομές δεν επαρκούν για όλα τα ελληνόπουλα, οπότε κάθε χρόνο πολλά απ’ αυτά βρίσκονται έξω απ’ αυτούς. Γι’ αυτό και η πολιτεία αύξησε τη γονική άδεια σε ένα χρόνο δίνοντας, επί πλέον, το δικαίωμα να την παίρνουν είτε η μητέρα είτε ο πατέρας, κάτι που, σίγουρα, αποτελεί θετική εξέλιξη για τα εργαζόμενα αντρόγυνα.
Προέκυψε εν τω μεταξύ, η οικονομική κρίση, που μαστίζει τη χώρα, κόπηκαν επιδόματα και άλλα κίνητρα και η κατάσταση δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο. Πέραν τούτου, αυτά, που ανέφερα προηγουμένως, όχι μόνο στοιχίζουν ακριβά είτε στον οικογενειακό είτε στον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά τα θεωρώ και ημίμετρα, γιατί η καλύτερη τροφός και νταντά των παιδιών, κατά την άποψή ,μου, είναι αυτή που τα γέννησε, οπότε μπορεί και πρέπει να βρεθεί τρόπος να μεγαλώνει και ν’ ανατρέφει αυτή, κυρίως, τα παιδιά της.
Η πρότασή μου, λοιπόν, που χρειάζεται, ωστόσο, αρκετή μελέτη και επεξεργασία, μια που δημιουργεί παρενέργειες στην εφαρμογή της, εκτός των άλλων και σ’ όσους εργάζονται σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, αλλά μπορεί να αμβλύνει το πρόβλημα, είναι η εξής : η γονική άδεια της μητέρας, με την προϋπόθεση ότι επιθυμεί να αναλάβει αυτή η ίδια τη φροντίδα των παιδιών της, να διαρκεί αντί ένα χρόνο μια χωρίς διακοπή πενταετία, κατά τη διάρκειας της οποίας, όμως, να γεννά και να ξεπαιδιάζει.
Αν είναι εργαζόμενη, να την παίρνει μετ’ αποδοχών, ενώ, αν είναι άνεργη, να αμείβεται κανονικά ως εργαζόμενη και να θεωρούνται συντάξιμα τα χρόνια αυτά. Και αυτό, γιατί πιστεύω, ότι μια πενταετία για ένα αντρόγυνο, που γεννά, συνήθως, δύο παιδιά είναι αρκετή, για να τα βάλει στο δρόμο του Θεού. Όσον αφορά τα αντρόγυνα, που γεννούν ένα ή περισσότερα των δύο παιδιά, μπορεί η γονική άδεια ν’ αυξομειώνεται κατά περίπτωση.
Με μια τέτοια πρωτοβουλία, διευκολύνονται οι γονείς στην ανατροφή των παιδιών τους ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, οι κοινωνικές δομές σε βρεφονηπιακούς σταθμούς και τα κονδύλια γι’ αυτούς θα φθάνουν και θα περισσεύουν, οπότε το περίσσευμα θα διατίθεται για την αποζημίωση των μητέρων-νταντάδων, αντιμετωπίζεται ως ένα βαθμό η ανεργία αλλά και μπορούν να καμφθούν οι ενδοιασμοί πολλών νέων ανθρώπων, που φοβούνται να αναλάβουν τις ευθύνες και τα έξοδα, που απορρέουν από ένα γάμο και γι’ αυτό τον αποφεύγουν.
Ιδού, λοιπόν, πεδίον δόξης λαμπρόν για όσους ενδιαφέρονται για τη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας των μητέρων και ανατροφής των παιδιών με καλύτερους όρους, καθώς και για την άμβλυνση του δημογραφικού προβλήματος.