Από μικρή, κι όταν το επέτρεπε ο καιρός, καθόταν με τη μητέρα της σ' ένα απόμερο παγκάκι και θαύμαζαν το δημιούργημα του Θεού γύρω τους. Πριν ακόμη η Έλλη μάθει να διαβάζει το βιβλίο της φύσης: Το χειμώνα παρακολουθούσε τις νιφάδες του χιονιού που έπεφταν από τον ουρανό και απλωνόταν πάνω στη Γη σαν κάτασπρο σεντόνι. Την άνοιξη χαιρόταν τα πολύχρωμα λουλούδια, τις πεταλούδες, τα πουλιά που κελαηδούσαν. Το καλοκαίρι εύρισκε δροσιά κάτω από τα πυκνόφυλλα δέντρα που δεν άφηναν τις αχτίνες του ήλιου να φτάσουν ως τη γη.
Η Έλλη αγαπούσε κάθε εποχή, μα πιο πολύ το φθινόπωρο. Τότε ο καιρός είναι ήπιος, δεν έχει τις κάψες του καλοκαιριού, τις παγωνιές του χειμώνα, τις καιρικές αλλαγές της άνοιξης. Το φθινόπωρο αρχίζουν τα πρωτοβρόχια, ευλογία του Θεού για τη Γη. Πολλές φορές ξεσπάνε μπόρες, είναι όμως περαστικές και γρήγορα τις ξεχνάμε. Το δασάκι αυτή την εποχή είναι μαγεία. Θαύμαζε η Έλλη τις όμορφες αποχρώσεις των φύλλων που έμοιαζαν με ζωγραφικό πίνακα. Διασκέδαζε όταν έβλεπε τα φύλλα από τα δένδρα να πέφτουν και έτρεχε γελώντας να τα πιάσει. Και όταν αργότερα ξεραίνονταν πάνω στη γη, την ευχαριστούσε να περπατάει πάνω, κάτω και ν΄ ακούει τον ήχο τους που τον ένιωθε σαν την ωραιότερη μελωδία.
Υπήρχε κι ένας άλλος λόγος που αγαπούσε η Ελλη το φθινόπωρο. Τότε άνοιγαν τα σχολεία, γέμιζαν οι αυλές από τις φωνούλες των παιδιών. Κάθε πρωί κρατώντας από το χέρι τον πατέρα της, που ήταν και ο δάσκαλός της, διέσχιζε ανάμεσα από τα δέντρα το δρομάκι που οδηγούσε στο σχολείο κι εκεί ξανάβρισκε τις συμμαθήτριες και τις φίλες της. Κουβέντιαζαν, γελούσαν, έπαιζαν χαρούμενες. Και το μεσημέρι όταν σχολούσαν και επέστρεφαν στο σπίτι με τον πατέρα της, συναντούσαν πάντα τη μητέρα να κάθεται στο παγκάκι και να τους περιμένει για να γυρίσουν όλοι μαζί στο σπίτι όπου υπήρχε στρωμένο πλούσιο τραπέζι.
Ήταν μια μικρή ευτυχισμένη οικογένεια. Μόνο που η ευτυχία δεν κράτησε πολύ. Η Έλλη ήταν ένα κορίτσι πρόσχαρο, με λαμπερά μάτια, φωτεινό χαμόγελο, καρδιά γεμάτη αγάπη. Ήρθε όμως ένα φθινόπωρο που έσβησε η λάμψη από τα μάτια της, το χαμόγελο από τα χείλη, η καρδιά της γέμισε με πόνο και θλίψη. Το πρωινό εκείνο δεν την ξύπνησε η μητέρα της για να πάει στο σχολείο. Την ξύπνησαν σειρήνες, καμπάνες, φωνές: πόλεμος...πόλεμος. Πριν προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε, είδε τον πατέρα της να μπαίνει στο σπίτι βιαστικός: «Φεύγω για το μέτωπο» είπε. «Ήρθα να σας αποχαιρετίσω, θα γυρίσω γρήγορα... να με περιμένετε»!. Έσφιξε την Έλλη στην αγκαλιά του κι έφυγε τρέχοντας.
Πέρασαν από τότε τέσσερα χρόνια. Ο πατέρας δεν γύρισε. Μάταια τον περίμεναν. Ούτε και είχαν ποτέ καμία είδησή του. Μάνα και κόρη έζησαν μέρες δύσκολες. Κατοχή, πείνα, δυστυχία. Η μάνα πούλησε ότι πολύτιμο είχαν στο σπίτι για να ζήσουν. Η Έλλη υπέφερε που έβλεπε και τη μητέρα της πάντα σιωπηλή, θλιμμένη. Κάποτε ο πόλεμος τελείωσε. Η καμπάνα της λευτεριάς ήχησε χαρούμενα. Όχι όμως για την Έλλη. Ο πατέρας δεν γύρισε. Αυτή θα περνούσε ένα ακόμη φθινόπωρο χωρίς τον πατέρα της.
Τη χρονιά εκείνη τελείωσε την έκτη τάξη του δημοτικού. Ήταν η τελευταία χρονιά που θα διέσχιζε το δρομάκι που οδηγούσε στο σχολείο, που θα έβλεπε τις συμμαθήτριές της, την έδρα όπου δίδασκε ο πατέρας της και τώρα υπήρχε άλλος δάσκαλος στη θέση του. Με τις σκέψεις αυτές και την αγωνία για το αβέβαιο μέλλον τους επέστρεφε το μεσημέρι στο σπίτι της. Η φύση γύρω δεν την συγκινούσε πια. Προχωρούσε μα σκυφτό κεφάλι και μάτια βουρκωμένα. Στο παγκάκι θα την περίμενε όπως πάντα η μητέρα της μόνη, με πονεμένο πρόσωπο. Όσο πλησίαζε της φαινόταν σαν να άκουγε ομιλίες. Όταν έφτασε κοντά ξαφνιάστηκε που αυτή τη φορά η μάνα της δεν ήταν μόνη. Δίπλα της καθόταν ένας άντρας με στρατιωτική στολή. Η Έλλη κοντοστάθηκε. Η μητέρα της την είδε και έβγαλε χαρούμενη φωνή: «Κόρη μου, ο πατέρας σου γύρισε. Ήρθε από τη Μ. Ανατολή...». Η Έλλη νόμισε πως έβλεπε όνειρο. Έμεινε εκεί βουβή, ασάλευτη. Συνήλθε μόνο όταν βρέθηκε στην αγκαλιά του πατέρα της. Ένοιωσε τόσο μεγάλη χαρά που θέλησε να τη μοιραστεί με όλη την πλάση. Έκανε τα χέρια της χωνί και φώναξε με όλη της τη δύναμη: «Ο πατέρας μου γύρισε».
Και τότε ένοιωσε την φθινοπωριάτικη φύση να χαμογελάει, τα πουλιά να κελαηδούν, τα φύλλα καθώς έπεφταν από τα δένδρα να στήνουν τρελό χορό γύρω τους και μικρά ζωάκια να χοροπηδούν. Ολόκληρο το δασάκι συμμετείχε στη χαρά της. Ήταν για την Έλλη το ομορφότερο φθινόπωρο της ζωής της!