Μπορείτε να μου πείτε όμως τι είναι το να είσαι …εξυπνάκιας;
Μάλλον έλλειψη ανατροφής, έλλειψη σεβασμού προς το συνάνθρωπό σου και έλλειψη ευαισθησίας. Και άλλες πολλές ελλείψεις έχει αυτός ο χαρακτήρας, αλλά ας μην κολλήσουμε σ` αυτό το σημείο.
Οι εξυπνάκηδες λοιπόν είναι ίδιοι παντού και πάντα, όπου κι αν τους συναντήσεις, θαρρείς πως είναι ο ίδιος άνθρωπος. Κι όμως δεν είναι, απλά βγαίνουν απ` την ίδια σχολή όλοι τους και έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα.
Θα τους συναντήσετε παντού, στο σαλόνι του γιατρού που είναι γεμάτο, στην τράπεζα, στην εφορία, στο προποτζίδικο, στο σούπερ μάρκετ κι όπου αλλού συγκεντρώνεται κόσμος και σχηματίζει ουρά.
Οι ουρές προφανώς επινοήθηκαν απ` τις πολιτισμένες κοινωνίες, μόνο και μόνο για να μην σκοτώνονται οι …περιμένοντες. Μόνο που δεν έλαβαν υπόψη τους εξυπνάκηδες.
Εσείς βέβαια έχετε καταλάβει τι θέλω να πω στη συνέχεια, αλλά εγώ θα σας το κάνω …λιανά.
Εκεί που περιμένεις λοιπόν υπομονητικά και καρτερικά τη σειρά σου, δύο ώρες και κάτι ψιλά στο σαλόνι του γιατρού, εκεί που φυσάς, που φουσκώνεις, που ιδρώνεις, που η πίεσή σου έχει φθάσει τριάντα κι εκεί που φθάνει επί τέλους η σειρά σου… Νάτος… μπαίνει με ύφος - βέβαια δεν είναι άντρας απαραίτητα - κρατάει πάντα χαρτιά στα χέρια του και δεν κοιτάζει καθόλου γύρω του, για να μετρήσει πόσοι είναι πριν απ` αυτόν.
Βάζει στόχο την πόρτα του γιατρού. Κάποιες φορές καταδέχεται να πει. «Εγώ μια ερώτηση θέλω να κάνω και θα φύγω…» Προσέξτε, δεν ζητάει την άδειά μας. Το θεωρεί δεδομένο, ότι θα μπει οπωσδήποτε, γιατί αυτός θέλει μόνο μια ερώτηση ενώ εμείς οι άλλοι θα κάνουμε …πάρτι με το γιατρό.
Μπουκάρει λοιπόν μέσα και αφήνει τους απ` έξω να κάνουν αέρα ο ένας τον άλλον.
Και καλά αν είναι ένας. Μπήκε, βγήκε, τον φασκέλωσαν οι αγανακτισμένοι και οι νομοταγείς και έφυγε, ικανοποιημένος, γιατί κορόιδεψε τους δέκα και τους βγήκε «πρώτος».
Το κακό είναι να σου τύχουν δυο-τρεις εξυπνάκηδες την ώρα που εσύ περιμένεις στωικά, σαν εκείνα τα …συμπαθητικά υπομονητικά ζωάκια κι εκείνοι θα μπούνε με τον αέρα του βιαστικού, του υπεράνω καθυστέρησης και ουράς.
Τι κάνεις τότε φίλοι μου; Θα μου πείτε ή φεύγεις ή γίνεσαι φονιάς. Τι σύμπτωση, το ίδιο θα σας έλεγα κι εγώ. Όμως εγώ κάποια μέρα σε κάποια υπηρεσία, ούτε έφυγα ούτε …σκότωσα, έπρεπε να μείνω σ` εκείνη την ουρά, ήταν ανάγκη. Είχα πάρει μαζί και το …φαί μου, γιατί δεν ήξερα τι ώρα θα ξεμπλέξω.
Που λέτε συνάνθρωποι με το που μπαίνω παίρνω θέση τελευταία στα σκαλοπάτια, έβρεχε κιόλας και παρότι στην αρχή το διασκέδαζα, μετά άρχισε να σοβαρεύει το πράγμα, είχα γίνει μούσκεμα, γιατί δεν κρατούσα και ομπρέλα. Βλέπετε τα τελευταία χρόνια, ο καιρός παραξένεψε κι αυτός, ξεκινάς απ` το σπίτι με ήλιο και γυρνάς με καταιγίδα.
Να μη σας τα πολυλογώ, εγώ εξακολουθούσα να είμαι η τελευταία και να βρέχομαι για σεβαστή ώρα. Δεν ξέρω πως έγινε αυτό βρε παιδιά, φαίνεται πως εκείνη την ημέρα έπεσαν όλοι οι εξυπνάκηδες μαζί, ή οι κακές καιρικές συνθήκες δημιούργησαν πολλούς!
Όσοι ήρθαν μετά από μένα, άνοιξαν δρόμο στο πλήθος και προχώρησαν… Ξέρετε, μ` εκείνο το «με συγχωρείτε και με συγχωρείτε» και με τον αέρα του θράσους. Και σα να μην έφθανε αυτή η αγανάκτηση, βγήκε και κάποιος απ` τους …από μέσα, απ` αυτούς που παριστάνουν τα μεγάλα αφεντικά, απ` τους «δημόσιους αφέντες» όπως τους χαρακτηρίζω σε άλλο άρθρο μου και είπε σε μας τους της …ουράς, με κάποια ειρωνεία.
«Όλοι σήμερα βρεθήκατε, δεν ξεπαγιάσατε; Μη χειρότερα!» Και εξαφανίστηκε στο διπλανό γραφείο.
Και η βροχούλα έπεφτε σιγανή στην αρχή, δυνατότερη αργότερα, χωρίς να υποψιάζεται το πρόβλημα που δημιουργεί κι εγώ έβγαλα χαρτί και μολύβι κι άρχισα να γράφω στίχους. Σκέφτηκα καλύτερα ποιητής, παρά …φονιάς, εσείς τι λέτε;