Δε ξέρω αν αυτό είχε να κάνει με τα φρονήματα των κατά καιρούς συντακτών της ή επρόκειτο για μη σκόπιμη παράλειψη. Για τους γνώστες της ιστορικής αλήθειας η παράλειψη αυτή έγινε αφορμή για μεγάλα ερωτηματικά. Μπορεί να ήταν τυχαία; Ο προβληματισμός έχει να κάνει με την προσφορά της Εκκλησίας μας στην Εθνική Αντίσταση την περίοδο της κατοχής.
Και όταν λέμε Εκκλησία, εννοούμε την επίσημη ηγεσία στα πρόσωπα των τότε Αρχιεπισκόπων και άλλων Ιεραρχών, των απλών παπάδων των πόλεων και των επαρχιών, των μοναστηριών, αλλά και αυτών των ίδιων των ξεκομμένων από τον κόσμο μοναχών, καθώς και των λαϊκών στελεχών της. Συνέβαλε η Εκκλησία στην εθνική αυτή υπόθεση; Ήταν παρούσα, βοήθησε, συμπαραστάθηκε στον πόνο και την αγωνία του λαού μας ή βρισκόταν κρυμμένη πίσω από την αυτάρκεια και την ασφάλεια του ιερού της ασύλου;
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1985 ο άνθρωπος που, μαζί με τον Απόστολο Σάντα, κατέβασε τη Γερμανική σημαία από την Ακρόπολη, ο Μανόλης Γλέζος, μιλώντας σε εκδήλωση της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Αθηνών, έδωσε την απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα, κλείνοντας τα στόματα των κακόβουλων προπαγανδιστών. Αφού τόνισε ότι μια μερίδα ανθρώπων αποφάσισε τη συνεργασία με τους κατακτητές και μια άλλη υιοθέτησε την ουδετερότητα, είπε ότι «ο τρίτος δρόμος ήταν η αντίσταση. Αυτόν επέλεξαν αφενός τμήμα της αστικής τάξης και του αστικού πολιτικού κόσμου καθώς και η μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού... Ο Κλήρος, κομμάτι κι αυτός του Ελληνικού λαού, συμμερίστηκε την τελευταία επιλογή». Ο Μανόλης Γλέζος προσκόμισε πλήθος στοιχεία για τη δράση του Κλήρου στην Αντίσταση, μίλησε για τους 10 Μητροπολίτες και εκατοντάδες Ιερείς που πλαισίωσαν το ΕΑΜ, για τους εκτελεσμένους Κληρικούς, τα κατεστραμμένα Μοναστήρια, τις ομηρίες, τις φυλακίσεις και εκτοπίσεις κληρικών. Ανέφερε, μάλιστα, ότι πάνω απ' το 50% των κληρικών ήταν επίσημα μέλη της μαζικότερης αντιστασιακής οργάνωσης, της «Εθνικής Αλληλεγγύης».
Ο ομιλητής ανέφερε τρεις λόγους για τους οποίους ο Κλήρος συμμετείχε στην Αντίσταση. Ο πρώτος είναι η παράδοση που θέλει τον Κλήρο παρόντα σ' όλους τους εθνικούς αγώνες. Δεύτερος είναι το γεγονός ότι ο Ορθόδοξος Κλήρος, από κοινωνιολογική άποψη, είναι πολύ κοντά στο λαό, είναι κι αυτός ένα λαϊκό στρώμα κι όχι μια ειδική κάστα, έτσι ώστε ο Κλήρος να συμμερίζεται πάντα τα προβλήματα του λαού. Τρίτος λόγος είναι η ιδεολογική, όπως είπε, αντίθεση του Χριστιανισμού προς το φασισμό. Χριστιανισμός και φασισμός είναι εχθροί, γι' αυτό και η προκήρυξη της Παγκληρικής Ένωσης Ελλάδας που ιδρύθηκε τότε, καλεί το λαό να πολεμήσει εναντίον του «αντίχριστου φασισμού». Άλλωστε, τα όπλα της Αντίστασης τα ευλογούσε ο Παπάς, δίνοντας έτσι στον αγώνα ένα χαρακτήρα ιερού πολέμου...» («Χριστιανική», 19/12/1985).
Παρόλα αυτά, η προπαγάνδα όλα τα προηγούμενα χρόνια, μέχρι και σήμερα, είναι απίστευτη. Ήταν συστηματική η προσπάθεια να κατά-δειχθεί ότι η Εκκλησία έμεινε στο περιθώριο, ανεχόμενη την τραγωδία. Βλέπετε, για κάποιους σ' αυτό τον τόπο η παρουσία της Εκκλησίας ήταν και είναι πολύ ενοχλητική και ο καλύτερος τρόπος να απαλλαγούμε από αυτήν είναι η σπίλωση και η αμαύρωση της ιστορικής αλήθειας. Αυτή η αλήθεια, όμως, δε μπορεί να μείνει για πολύ κρυμμένη, γιατί ασφυκτιά όταν κακοποιείται τόσο βάναυσα από τους βιαστές της ιστορικής πραγματικότητας και έρχεται κάποια στιγμή που λάμπει και αποκαλύπτεται, κλείνοντας τα στόματα των αρνητών της, αποκαλύπτοντας ότι τα κίνητρά τους είχαν να κάνουν με την μισαλλοδοξία, τις ιδεοληψίες και το φανατισμό που τους χαρακτηρίζει.
Σε καμία χώρα της τότε κατεχόμενης Ευρώπης οι Χριστιανικές Εκκλησίες της Δύσεως δεν συνέβαλαν στην αποτίναξη του ξένου ζυγού, στο βαθμό που αυτό συνέβη στην Ελλάδα, με την Ελληνική Εκκλησία. Η ρετσινιά της ανοχής, μάλιστα, του τότε Πάπα, προς τις δυνάμεις του άξονα μένει ανεξίτηλη στην ιστορία, αμαυρώνοντας το σύγχρονο βίο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Πουθενά αλλού σε όλη την Ευρώπη οι Εκκλησίες της Δύσεως δεν έχουν να επιδείξουν αγώνες και μάρτυρες για την κατάκτηση της ελευθερίας όσο στην Ορθόδοξη Ελλάδα, όπου το ράσο ήταν και είναι πάντα συνδεδεμένο με τους εθνικούς μας αγώνες, παρόν στις μεγάλες ιστορικές μας στιγμές, παρόν παρηγορητικά στις μεγάλες ιστορικές μας αποτυχίες και περιπέτειες. Η Εκκλησία της Ελλάδος καυχάται για εκείνη την εποχή και αποκαλύπτει τα τελευταία χρόνια την αλήθεια, πιστεύοντας ακράδαντα ότι από τη σεμνότητα, που μπορεί να επιφέρει την παρεξήγηση, είναι προτιμότερη η διαλάληση της αλήθειας για την αποκατάσταση της ιστορίας.