Ωστόσο, το τελευταίο τρίμηνο αναπτύχθηκε ανάμεσα στις δύο χώρες και τις πολιτικές ηγεσίες τους έντονη μυστική διπλωματία, η οποία συνέβαλε σταδιακά στην άμβλυνση των αντιθέσεων και προετοίμασε σε μεγάλο βαθμό την επίσημη επίσκεψη του τούρκου προέδρου στην Αγία Πετρούπολη, στη διάρκεια της οποίας ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν συνήψαν δέσμη οικονομικών και εμπορικών συμφωνιών και κυρίως συναποφάσισαν να ακολουθήσουν κοινή γραμμή πλεύσης στη Συρία.
Εκτός από τις οικονομικές απώλειες, που υπέστησαν αμφότερες οι χώρες και κυρίως η Τουρκία, κατά το διάστημα που οι διπλωματικές τους σχέσεις βρίσκονταν στο ναδίρ, την επανασύνδεσή τους επέβαλαν παράγοντες γεωπολιτικής και διπλωματίας.
Είναι βέβαιο ότι ο τουρισμός της γειτονικής χώρας επλήγη σημαντικά από τις επαναλαμβανόμενες «συστάσεις» του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, με τις οποίες απέτρεπε συστηματικά τους ρώσους τουρίστες να επισκεφτούν τα τουριστικά θέρετρα της Τουρκίας. Η τουρκική τουριστική οικονομία δε θα μπορούσε να αντέξει άλλες απώλειες.
Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία στερήθηκε στη διάρκεια της περιόδου αυτής των δυνατοτήτων που παρέχει ο εναέριος χώρος της Τουρκίας και οι στρατιωτικές της βάσεις για τις υπερπτήσεις των ρωσικών μαχητικών, που αναλαμβάνουν δράση στο πλευρό του σύρου ηγέτη Μπασάρ Αλ Άσαντ και εναντίον των θέσεων του «Ισλαμικού Κράτους» (ISIS), στη Συρία.
Επιπλέον, το δέλεαρ ενός αγωγού (Turkish Stream) που θα μετέφερε φυσικό αέριο από τη Ρωσία σε πρώτη φάση στην Τουρκία, με δυνατότητα επέκτασης μέσω της Ελλάδας στην Κεντρική Ευρώπη, ήταν αρκετά ισχυρό, ώστε να επηρεάσει τις εξελίξεις.
Περισσότερο πάντως και από αυτό, «μέτρησε» για τους Ρώσους, η προοπτική συνεργασίας των δύο χωρών στην ενίσχυση του πυρηνικού τους οπλοστασίου, με την κατασκευή πυρηνικού σταθμού σε τουρκικό έδαφος από ρωσική εταιρεία.
Αναφορικά με την υπόθεση του Turkstream, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πούτιν αναζητά και άλλους εναλλακτικούς δρόμους για τη διοχέτευση του ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, ώστε να παρακαμφθούν οι «δυσκολίες» του ουκρανικού εξαγωγικού διαδρόμου• γι' αυτό, παράλληλα με τους Τούρκους, «παζαρεύει» με Βουλγάρους και Αζέρους.
Η Τουρκία, στην παρούσα πολιτική συγκυρία, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, φαίνεται να προσδίδει μεγάλη σημασία και να επενδύει πολιτικά στην αναθέρμανση των διπλωματικών της σχέσεων με τη Ρωσία.
Αν και δύσκολα μπορεί να εκτιμήσει κανείς με βεβαιότητα τις πραγματικές διαθέσεις της χώρας που για τη στάση της στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χαρακτηρίστηκε ως «ο επιτήδειος ουδέτερος», είναι γεγονός ότι οι σχέσεις της με τη Ρωσία, στην ιστορική διαδρομή τους, ήταν κατά βάση εχθρικές.
Από το 1683, όταν γκρεμίστηκαν μπροστά στα τείχη της Βιέννης οι τελευταίες οθωμανικές ελπίδες για κυριαρχία σε ολόκληρη την Ευρώπη, έως την πρώτη δεκαετία του περασμένου αιώνα, οι δύο χώρες, που αποτελούσαν τότε τμήματα μεγάλων αυτοκρατοριών, είχαν εμπλακεί σε αλλεπάλληλες πολεμικές συρράξεις, μεγαλύτερης ή μικρότερης διάρκειας, με διακύβευμα συνήθως των έλεγχο των Στενών, που θα εξασφάλιζαν στη Ρωσία πρόσβαση στις θερμές θάλασσες του Νότου.
Ωστόσο, τα συμφέροντά τους συγκρούονταν και σε άλλες ευαίσθητες περιοχές της ευρωασιατικής ζώνης (στον Καύκασο ή στη Μέση Ανατολή), όπου διεκδικούσαν ρόλο τοποτηρητή.
Γιατί, λοιπόν, ο Ερντογάν επιλέγει κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή να παραγκωνίσει την ισχυρή παραδοσιακή σύμμαχο της Τουρκίας, τις ΗΠΑ, και να πραγματοποιήσει διπλωματικό «άνοιγμα» στη Ρωσία, μια χώρα που έχει αντικρουόμενα συμφέροντα με τη δική του, όπως έχει αποδείξει κατ’ επανάληψη η ιστορική εμπειρία;
Μία πιθανή απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι ότι ο τούρκος πρόεδρος αισθάνεται «προδομένος» από τη στάση της υπερατλαντικής υπερδύναμης απέναντι στην Τουρκία, όχι μόνο κατά το πρόσφατο πραξικόπημα αλλά αρκετά πιο πριν, και έχει αποφασίσει εάν όχι να αλλάξει στρατόπεδο, τουλάχιστον να στείλει το «μήνυμα».
Ο Ερντογάν εμφανίζεται δυσαρεστημένος από τη μη έκδοση του Φετουλάχ Γκιουλέν στην Τουρκία από τις αμερικανικές αρχές, παρά τα συνεχή διαβήματα που υποβάλλει προς αυτές, με αποτέλεσμα να ενοχοποιεί δημόσια τους Αμερικανούς για συνέργεια στο αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου.
Επίσης, επιχειρεί και το καταφέρνει, με βάση τα ποσοστά δημοφιλίας (περίπου 68%) που καταγράφει στις δημοσκοπήσεις μετά την καταστολή του πραξικοπήματος, να στρέψει την κοινή γνώμη στην Τουρκία εναντίον των Αμερικανών (και των δυτικών συλλήβδην).
Ανεξάρτητα από το αν οι Αμερικανοί είχαν οποιαδήποτε ανάμιξη στο πραξικόπημα ή όχι, η δυσαρέσκεια του Ερντογάν, κατά τη γνώμη μας, εδράζεται σε βαθύτερες αιτίες• κατά πρώτον, στην άρνηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής να αποδεχτεί το ρόλο της Τουρκίας ως μιας ισχυρής ανεξάρτητης περιφερειακής δύναμης και όχι ως ενός γεωπολιτικά αναγκαίου αλλά «βολικού» συμμάχου.
Το γεγονός αυτό, που επιβεβαιώνεται από τη σταθερή θέση των Αμερικανών υπέρ της ίδρυσης ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους σε συριακά εδάφη νότια της Τουρκίας, ως αντάλλαγμα για την πολεμική δράση των κουρδικών πολιτοφυλακών εναντίον του ISIS, προφανώς ενοχλεί τον τούρκο «σουλτάνο», γιατί αντιτίθεται στο δόγμα του «νεο-οθωμανισμού», που εκείνος πρεσβεύει.
Μια τέτοια εξέλιξη, σε συνάρτηση με την πολυπληθή παρουσία του κουρδικού στοιχείου στο εσωτερικό της, είναι πιθανό να οδηγήσει μελλοντικά την Τουρκία ακόμη και σε εδαφικό διαμελισμό, καθώς το νεοπαγές κουρδικό κράτος στα νότια σύνορά της, θα τυγχάνει της υποστήριξης και των Αμερικανών και των Ρώσων.
Μέχρι ποίου σημείου όμως μπορεί να φτάσει ο Ερντογάν στις σχέσεις του με τους Αμερικανούς και τη Βορειοατλαντική Συμμαχία; Η σκληρή ρητορική που έχει υιοθετήσει μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και τη συνάντησή του με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, δεν αποκλείει τη διάρρηξη των σχέσεων του με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, γεγονός που θα επιφέρει συνολική αναδιάταξη των γεωπολιτικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή.
Εάν, πράγματι, ο Ερντογάν επιθυμεί να πραγματοποιήσει μια τέτοια μεγαλειώδη στροφή, ασφαλώς το πρώτο βήμα του θα είναι η έμπρακτη υποστήριξη του Άσαντ σε βάρος των σύρων ανταρτών, που ο Ερντογάν ενισχύει από την αρχή του πολέμου στη Συρία, καθώς και η ανάληψη από κοινού με τη Ρωσία στρατιωτικών αποστολών σε συριακό έδαφος.
Ωστόσο, το να τείνει χείρα φιλίας στον Άσαντ, αυτή τη φορά με τη διαμεσολάβηση Πούτιν, δεν δείχνει αξεπέραστο εμπόδιο για τον τούρκο πρόεδρο. Ο ίδιος άλλωστε, τον Οκτώβριο του 2007, είχε υποδεχτεί στην Άγκυρα τον Άσαντ, «ορκισμένο» εχθρό των Αμερικανών. Λίγες ημέρες πριν, η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των ΗΠΑ είχε αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους…
Πιθανότερο είναι πάντως, ότι ο Ερντογάν, με τους διπλωματικούς ελιγμούς του και την επαναπροσέγγιση της Ρωσίας, επιχειρεί να ασκήσει πίεση στις ΗΠΑ, ώστε να μεταβάλουν τη στάση τους σε κρίσιμα θέματα που αφορούν την Τουρκία. Ως διπλωματικό μέσο χρησιμοποιεί και την παραχώρηση της αεροπορικής βάσης στο Ιντσιρλίκ, από όπου τα αμερικανικά μαχητικά εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον θέσεων του «Ισλαμικού Κράτους».
Οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ από την άλλη πλευρά παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις τελευταίες διπλωματικές κινήσεις του τούρκου προέδρου, αλλά δε φαίνεται να ανησυχούν ιδιαίτερα για την πιθανότητα να συμβούν κοσμοϊστορικές ανατροπές στη Μέση Ανατολή, που θα οδηγήσουν σε αποσταθεροποίηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν πρέπει, εξάλλου, να μας διαφεύγει το γεγονός ότι σε ανάλογες διπλωματικές πιρουέτες επιδίδεται ο Ερντογάν και στις σχέσεις του με την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να εξασφαλίσει χορήγηση βίζας στους τούρκους πολίτες που διακινούνται στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Στην περίπτωση αυτή, επισείει το ενδεχόμενο αθέτησης από μέρους της Τουρκίας της συμφωνίας που υπέγραψε με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον περασμένο Μάρτιο, για τον έλεγχο των προσφυγικών ροών. Ως γνωστό, το θέμα αυτό «καίει» και την Ελλάδα.
Και για τον Βλαντίμιρ Πούτιν, η υποδοχή στην παλιά αυτοκρατορική κατοικία της Αγίας Πετρούπολης του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως «παλιού και καλού φίλου», εξυπηρετούσε διπλωματικές σκοπιμότητες και γεωπολιτικά συμφέροντα της χώρας του. Στο πρόσωπο του Ερντογάν, ο Πούτιν βλέπει έναν ισχυρό εκπρόσωπο του ΝΑΤΟ σε μια περιοχή που η συμμαχία συνορεύει με τις χώρες του άλλοτε ανατολικού μπλοκ, να του εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για την πολιτική της Δύσης.
Ο Πούτιν ασφαλώς και δεν είναι αφελής. Προφανώς γνωρίζει ότι στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν φιλίες, κι ας μην έχει του το έχει διδάξει αυτό ο παλιός εκείνος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσιγκερ.
Ακόμη κι αν στις προθέσεις της Τουρκίας δεν είναι η αλλαγή στρατοπέδου, όπως φαίνεται πιθανότερο, ο ίδιος από την προσέγγιση αυτή ωφελείται φανερά: καθώς η θέση της χώρας του στον παγκόσμιο χάρτη έχει αναβαθμιστεί μετά την επέμβασή της και τον ενεργό της ρόλο στη Συρία, η ισχυρή πλέον Ρωσία εμφανίζεται να μην επιτρέπει πλέον στις ΗΠΑ να αναμιγνύονται απροκάλυπτα σε περιοχές ρωσικών συμφερόντων (λ.χ. στη Γεωργία ή την Ουκρανία) χωρίς εκείνη να αντιδρά.
Επιπλέον, ο Πούτιν είναι βέβαιο ότι προτιμά μια Τουρκία σε αδράνεια ή καθοδηγούμενη από τη Ρωσία, ώστε εκείνος να έχει την ευχέρεια να επιβάλει την πολιτική του σε περιοχές κοινών γεωπολιτικών συμφερόντων (λ.χ. στον Καύκασο).
Συνεπώς, είναι άκαιρο να διατυπώνουμε ακόμη ασφαλή συμπεράσματα για τη πραγματική σημασία της επαναπροσέγγισης Τουρκίας-Ρωσίας και κυρίως για το αν αυτή θα αποτελέσει απαρχή για διπλωματικές ανατροπές στην περιοχή της Μέσης Ανατολής στο άμεσο μέλλον.
Άλλωστε παρόμοια προσέγγιση ανάμεσα στην Τουρκία και τη Ρωσία, η οποία τότε είχε επισφραγισθεί με την υπογραφή ευρείας συμφωνίας οικονομικού περιεχομένου, πραγματοποιήθηκε το 1967. Σε εκείνη την περίσταση, η τουρκική ηγεσία εμφανιζόταν «χολωμένη» από τη στάση των Αμερικανών στο Κυπριακό…
Εκείνο πάντως που θεωρείται βέβαιο είναι ότι ρυθμιστές των πολιτικών και διπλωματικών εξελίξεων στην ευρωασιατική ζώνη είναι δύο από τους πιο επιδέξιους σε διπλωματικούς ελιγμούς σύγχρονους ηγέτες, ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο ρώσος ομόλογός του Βλαντίμιρ Πούτιν. Ας ελπίσουμε τα αποτελέσματα των πρωτοβουλιών τους να έχουν θετικό αντίκτυπο στη συριακή κρίση.