Του Ε. Κυριάκη
Όταν ο κουρνιαχτός από την καθημερινότητά μας κατακάθεται, στα ρυάκια του εγκεφάλου μας εμφανίζονται μικρές λάμψεις που δεν μπορείς να μην τις πλησιάσεις και να μην τις εξερευνήσεις καλύτερα.
Κάθε Τρίτη ήταν το εβδομαδιαίο παζάρι. Γέμιζε η κωμόπολη κόσμο από όλα τα χωριά της επαρχίας. Οι τοπικοί μαγαζάτορες την περίμεναν πώς και πώς, για ευνόητους λόγους. Και οι παζαριώτες όμως είχαν τους λόγους τους να είναι τακτικοί στην βδομαδιάτικη παρουσία τους. Έκαναν τις προμήθειες σε υλικά αγαθά, είχαν την ευκαιρία να συναντηθούν με γνωστούς και συγγενείς, να συζητήσουν, να μάθουν νέα, να κάνουν επαγγελματικές συμφωνίες, να μοιράσουν προσκλητήρια για γάμους ή να πάρουν και να δώσουν πληροφορίες από συγκεκριμένα πρόσωπα, τους προξενητές, για ό,τι προσφέρονταν στο κοινωνικό-ανθρώπινο παζάρι, γιος ή κόρη, και τα σχετικά προικώα συνοδευτικά.
Τόπος συνάντησης η κεντρική πλατεία και τα κοντινά καφενεία και μαγειρεία, αργότερα ρεστωράν. Το συγκεκριμένο ρεστωράν, ο «ΟΛΥΜΠΟΣ», όπου συνήθιζα να ξεγελάω το στομάχι 3-4 φορές την εβδομάδα, κάθε Τρίτη φορούσε τα καλύτερά του. Έτσι λοιπόν μια τέτοια μέρα άφησα πάνω στο κάτασπρο και καλοσιδερωμένο λινό τραπεζομάντηλο την μία φέτα ψωμιού που είχα φέρει από το σπίτι τυλιγμένη σ’ ένα κομμάτι εφημερίδας. Σκούρο το ψωμί με αποτυπωμένα πάνω του τα γράμματα και το μελάνι της εφημερίδας έμοιαζε «μύγα μες το γάλα». Το διαθέσιμο ποσό του ημερήσιου προϋπολογισμού; Μιάμιση δραχμή για το μεσημεριανό και μία για την βραδυνή κρέμα με ψωμάκι στου Γκρίνια. Μία μερίδα φασολάδα η παραγγελία, αλλά εκείνη την ημέρα φάνηκε ελάχιστη και η πείνα αποφάσισε να καταναλώσει και το υπόλοιπο διαθέσιμο, έστω κι αν ήταν άνισο το αντίκρυσμα, γιατί η μισή μερίδα κόστιζε μία δραχμή και όχι το μισό από το μιάμιση.
«Μία ολίγη», λέω στον Ηλία. Έρχεται μια γαβάθα φασολάδα δυο φορές περισσότερη από την πρώτη. Τρόμαξα. Δεν τολμούσα να την αγγίξω. «Κύριε Ηλία, ψέλλισα, ολίγη είπα». Ξανθός, ψυχρός, με αετίσιο μάτι, περήφανος βλάχος ο Ηλίας με έσφαξε με την ματιά του και με το νεύμα του να στραφώ στο πιάτο μου. Δεν ξανατόλμησα ούτε να τον ξανακοιτάξω αλλά ούτε και να αρχίσω να τρώω, αφού νόμιζα ότι έκανε λάθος και δεν είχα τα αποθέματα για να ανταποκριθώ στο κόστος της γαβάθας. Μια-δυο βόλτες γύρω από το τραπέζι μου ο περήφανος και ανέκφραστος Ηλίας και στην τρίτη μού σφυρίζει «φάε γρήγορα γ.. τ.. ….». Δεν κατάλαβα πότε άδειασα την γαβάθα.
Χρόνια αργότερα συνάντησα έναν συμμαθητή μου που είχε διακόψει το Γυμνάσιο στην Γ΄ τάξη, γιατί ο πατέρας του είχε αγοράσει καινούργιο τρακτέρ και είχε μεράκι να το οδηγάει όλη την ημέρα. Πού βρίσκεσαι, με ρωτάει. Σπουδάζω, του απαντώ. Καλά κάνεις, εγώ έκανα βλακεία που σταμάτησα, μού λέει. Έ και τι έγινε, μια χαρά είσαι, πλούσιος αγρότης, δεν έχεις ανάγκη από χρήματα, τού είπα προσπαθώντας να ελαφρύνω λίγο τον καημό του και ένα αίσθημα κατωτερότητας που διαφαίνονταν στα λεγόμενα και στο πρόσωπό του. Και εκεί ο κλειστός έως απόμακρος στο σχολείο συμμαθητής, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα μαθήματα, άστραψε. Με τα λεφτά μπορεί να έχεις ό,τι θέλεις, αλλά δεν είσαι. Αυτό στο δίνουν τα Γράμματα, μού απαντάει. Και κάτι άλλο θέλω να σου πω, γιατί δεν ξέρω πότε θα σε ξαναδώ, συνέχισε. Θυμάμαι μια Τρίτη τι είχε γίνει στο εστιατόριο, με τον Ηλία. Εσύ δεν έτρωγες, ο Ηλίας σε αγρίεψε και εγώ ντρεπόμουν που έτρωγα με ολόκληρο το (σαρακατσανέικο ) σόι μας το ψητό αρνί. Όμως πιο πολύ ντρεπόμουν αργότερα, γιατί δεν είχα τολμήσει να ‘ρθω να σε καλέσω στο τραπέζι μας, όπως επέμεινε ο πατέρας μου. Τώρα θέλω να σού ζητήσω συγγνώμη για τότε, μού λέει.
Σε τέτοιες εξομολογήσεις και στο φαινομενικά υβριστικό νεύμα του Ηλία αισθάνεσαι την ανάγκη μεταμέλειας, έστω και για το ίχνος λανθασμένης αντίληψης, που, ίσως, έχεις σχηματίσει γι΄ αυτούς τους ανθρώπους, γιατί εκπέμπουν ό,τι δίνει πραγματική αξία στην ζωή μας, ευαισθησία και ανθρωπιά. Και υποκλίνεσαι ταπεινά.