Είχες σπίτι και δουλειά
κι όλα πήγαιναν καλά
μα κάποιοι ξένοι σε ζηλεύανε
και κρυφά σου μαγειρεύανε
της διχόνοιας το φαί
που σκοτώνονται οι λαοί
Τώρα όλοι βομβαρδίζουν
θέλουν δήθεν να σε σώσουν
μα δεν έμεινε κανείς
φίλος σου και συγγενής.
Κι συ τρέχεις να σωθείς
σε άλλον κόσμο να βρεθείς
μα στα κύματα του Αιγαίου
κινδυνεύεις να πνιγείς.
Μα δε χάθηκε η αγάπη
και η συμπόνια των απλών ανθρώπων
σε τραβάει στη στεριά
στης Ελλάδας τα νησιά.
Πάλι εσύ θα προχωρήσεις
το όνειρό σου να πετύχεις
για μια καλύτερη ζωή
αφήνοντας πίσω την καταστροφή.
Μα τα σύνορα τα κλείσανε
οι Ευρωπαίοι, οι καλοί
και έτσι μόνος
πεινασμένος θα βρεθείς
στης Ειδομένης τα χωράφια
μια ζωή να νοσταλγείς.
Κι όλοι νοιάζονται για σένα
των χωρών οι δυνατοί
κι ανταλλάσσουν χειραψίες
της Ευρώπης οι σοφοί.
Μα συ κοιμάσαι στη βροχή
μέσα σε μικρή σκηνή
μες τη λάσπη, μες το κρύο
για να ζουν οι δυνατοί.
Κωνσταντίνος Τζούρας