Πήγα για δουλειά Αθήνα
νόμιζα περνάνε φίνα.
Τον ρωτώ οδός Ορέστη
και μου λέει Βουκουρέστι.
Βλέπω μια ξανθιά με μίνι
όλο φλόγα σαν καμίνι.
Την ρωτώ με αγωνία
με απαντάει Ουκρανία.
Νόμιζα δεν είμαι Ελλάδα
φέρνουν χίλιους τη βδομάδα.
Τον ρωτώ για Ιωνία
μ' απαντάει Αλβανία.
Μήπως είμαι σ' άλλο Κράτος
έρχεται αλλοδαπός κεφάτος.
Τον ρωτώ οδός Μυκήνες
μ' απαντάει Φιλιππίνες.
Τα 'χασα κ' εγώ ο καημένος
νόμιζα πως είμαι ξένος.
Παίρνω γρήγορα το τρένο
στην Αθήνα εγώ δε μένω.
Τώρα έρχονται αβέρτα
δεν χρειάζονται κουβέρτα.
Η Ελλάς μαμά τους ντύνει
φαγητό και ρούχα δίνει.
Ένα ξέφραγο αμπέλι
άλλος φεύγει και άλλος μπαίνει.
Τώρα έρχονται από Ινδία
Πακιστάν και από Συρία.
Και μετά μου λες αφέντη
πως αυτήν δεν έχουν γλέντι.
Και τα Ελληνόπουλα στην πείνα
φεύγουν χίλια κάθε μήνα.
Όχι ξένοι τώρα άλλο
θα μας βρει κακό μεγάλο.
Σε λίγα χρόνια θα είμαστε
μειονότητα στην Πατρίδα μας.
Γεώργιος Δ. Βαλαβάνης
Σατιρικός ποιητής
Λάρισα