Το 1668 και ενώ ο τουρκο-βενετικός πόλεμος στην Κρήτη βρισκόταν στην τελευταία του φάση, ο Σουλτάνος Μωάμεθ Δ΄, ο επονομαζόμενος Γαζής (=νικητής) και Αβτζής (=κυνηγός), αποφάσισε να εγκαταλείψει προσωρινά την Κωνσταντινούπολη και να εγκατασταθεί στη Λάρισα, γιατί ήθελε να βρίσκεται πιο κοντά στο μέτωπο της σύρραξης, ώστε να πληροφορείται ταχύτερα τις εξελίξεις της. Όμως σύμφωνα με τους ξένους περιηγητές που βρέθηκαν εκείνη την περίοδο στην περιοχή μας, υπήρχε και μία άλλη αιτία εγκατάστασής του στη Γενίσεχίρ. Ήταν δεινός κυνηγός, γνώριζε ότι η περιοχή της Θεσσαλίας ήταν πλούσια σε θηράματα και έτσι θα μπορούσε να επιδοθεί πιο άνετα στην προσφιλή του διασκέδαση.
Τον Σεπτέμβριο του 1669 έφθασε στη Λάρισα ο άγγλος περιηγητής Edward Brown (1642–1708) και όπως γράφει στο οδοιπορικό του[1]: «… μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ την οθωμανική αυλή, που τότε και από πολύ καιρό πριν, βρισκόταν στη Λάρισα, φημισμένη παλαιά πόλη της Θεσσαλίας».
Επειδή η παραμονή του Σουλτάνου στη Λάρισα προβλεπόταν να είναι μεγάλη, κτίσθηκε προσωρινό ανάκτορο με ξύλινη κατασκευή «στο υψηλότερο σημείο της πόλεως», προφανώς στον λόφο του Φρουρίου, το οποίο ήταν μεγαλόπρεπο και είχε εξώστες και μεγάλα παράθυρα σε όλες τις πλευρές του. Μπροστά στα παράθυρα αυτά ο Σουλτάνος γευμάτιζε ή διασκέδαζε, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν και απολάμβανε τη θέα του Ολύμπου και της Όσσας[2].
Η παρουσία του Σουλτάνου μετέτρεψε τη Λάρισα ξαφνικά σε προσωρινή πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η πόλη εμφάνιζε τεράστια κίνηση, είχε αποκτήσει μια κοσμοπολίτικη όψη και είχε μετατραπεί σε σημαντικό πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο.
Ο Brown εντυπωσιάσθηκε από την εμπορική κίνηση της πόλεως την οποία βρήκε ζωηρή, τα καταστήματα κατάμεστα από εμπορεύματα και πελάτες, τα φρούτα, τα οπωροκηπευτικά και ειδικά τις μελιτζάνες νόστιμα και συμπέρανε ότι η Λάρισα ήταν μία από τις μεγαλύτερες πολιτείες της ευρωπαϊκής Τουρκίας της εποχής εκείνης. Επιστρέφοντας στην Αγγλία κατέγραψε τις εντυπώσεις του σε ένα θαυμάσιο τόμο, εμπλουτισμένο με χαρακτικά.
Η σημερινή εικόνα είναι ένα από αυτά τα χαρακτικά που απεικονίζουν τη Λάρισα. Δημοσιεύθηκε στη γερμανική μετάφραση του βιβλίου του Brown και αναδημοσιεύθηκε με νέα χάραξη και διαφορετικό προσανατολισμό στην ολλανδική έκδοση, από την οποία είναι και η δημοσιευόμενη εικόνα. Παριστάνει την εντυπωσιακή και πομπώδη έξοδο του Σουλτάνου από το ανάκτορό του στη Λάρισα. Ο συγγραφέας περιγράφει ως εξής το περιστατικό αυτό, που το παρακολούθησε αυτοπροσώπως: «Μερικές φορές ο Σουλτάνος πήγαινε στο μεγάλο τζαμί και τότε τον έβλεπα να βγαίνει από το παλάτι του, για να πάει να προσευχηθεί. Μόλις πρόβαλλε στην πύλη ξεσπούσαν ζωηρές επευφημίες και από εκείνη τη στιγμή δεν άκουγες τίποτα άλλο παρά χαρούμενες φωνές από παντού. Από νωρίς καθάριζαν τους δρόμους και σε κάθε γωνιά ήταν τοποθετημένος ένας γενίτσαρος, για να φροντίζει την ομαλή διέλευση της πομπής. Προπορεύονταν έφιπποι τσαούσηδες και ακολουθούσαν πεζοί 24 αυλικοί. Πλάι στον Σουλτάνο βάδιζαν δύο από τους σπουδαιότερους γενίτσαρους, ένας από κάθε πλευρά. Φορούσαν ένα μεγάλο σκούφο, στο μπροστινό μέρος του οποίου ξεφύτρωνε μια φούντα από λευκά φτερά. Τα φτερά αυτά ήταν πυκνά και ψηλά όσο μια οργιά περίπου. Καθώς περπατούσαν φρόντιζαν να τα ανακινούν με τέχνη, ώστε να δημιουργούν σκιά στο πρόσωπο του Σουλτάνου και συγχρόνως να του κάνουν αέρα σαν ήταν βεντάλιες. Την πομπή ακολουθούσαν αρκετά ωραία άλογα, καθώς και μια συνοδεία ατόμων, τα οποία κρατούσαν διαφόρων ειδών προσκέφαλα, για τη χρήση τους στο τζαμί».
Η σκηνή της πομπής την οποία αφηγείται ο συγγραφέας παριστάνεται με όλες τις λεπτομέρειες στο χαρακτικό. Το τελευταίο τμήμα της πομπής βρίσκεται στη μεγάλη πύλη του παλατιού. Πίσω από την πύλη προβάλλει ένα τριώροφο εντυπωσιακό κτίριο, προφανώς το ανάκτορο του Σουλτάνου. Περιβάλλεται από ψηλό τοίχο με επάλξεις και φρουριακή κατασκευή. Πλήθος κόσμου παρακολουθεί την πορεία του ηγεμόνα στους δρόμους της Λάρισας και προσκυνά ή γονυπετεί με σεβασμό στο πέρασμά του. Στο κέντρο της εικόνας και μέσα στον χώρο των ανακτόρων υψώνεται μεγαλόπρεπο τζαμί με το μιναρέ δίπλα του. Έτσι όπως το βλέπει κανείς θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι εδώ ο καλλιτέχνης προσπαθεί να αποτυπώσει το τζαμί του Χασάν μπέη. Όμως η ταυτοποίηση είναι αμφισβητήσιμη χωροταξικά και αρχιτεκτονικά. Αριστερά στην εικόνα υπάρχουν και άλλα κτίρια κάπως ιδιόμορφα, όπως ένα ψηλός κυκλικός πύργος και μια ροτόντα, δηλ. κυκλικό κτίριο με αβαθή τρούλο, τα οποία συμπληρώνουν την κτιριακή δομή του κεντρικού αυτού δρόμου της Λάρισας.
Η εικόνα είναι σύνθετη, πολυπρόσωπη, ζωντανή και καλής τέχνης. Τη χαρακτηρίζει μια ζωηρή κίνηση ανθρώπων και ζώων, εμφανής σε ολόκληρη την έκταση του χαρακτικού, η οποία ζωντανεύει την περιγραφή του Brown. Παρ’ όλες όμως τις καλλιτεχνικές του αρετές, το σχέδιο στην απεικόνιση του χώρου είναι φανταστικό. Η αρχιτεκτονική των κτιρίων προσιδιάζει περισσότερο με ευρωπαϊκή πόλη της ίδιας περιόδου, αν εξαιρέσει κανείς την εμφάνιση του τεμένους με τον μιναρέ. Τελικά όμως εκείνο που οπωσδήποτε έχει κατορθώσει ο καλλιτέχνης είναι να δώσει την πρόσκαιρη λάμψη που είχε αποκτήσει η πόλη με την παρουσία του Σουλτάνου, της αυλής του και όλων όσων τον ακολούθησαν μακριά από τα σαράγια του Βοσπόρου.
-------------------------------------------
[1]. Browne Edward. A brief Account of some Travels in Hungaria, Serbia, Bulgaria, Macedonia, Thessaly, as also some Observations on the gold, silver, copper, quick-silver Mines, Baths and mineral Waters in those parts. With the figures of some habits and remarkable places, London(1673) και Edward Brown, Η Λάρισα του 1669,μετ. Gino Polese, περ. Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ. 23 (1993), σ. 178.
[2].Voyage en Turquie et en Grèce du R. P. Robert de Dreux, aumônier de l’ambassadeur de France (1665-1669). Paris (1925).
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com