Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
Πέντε μήνες μετά από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας συστάθηκε στον Βόλο (31 Ιανουαρίου 1882) η «Προνομιούχος Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας» [1]. Τα απαραίτητα κεφάλαια (20.000.000 δρχ. σε χρυσό) καταβλήθηκαν από τους Ανδρέα Συγγρό, Στέφανο Σκουλούδη, Γεώργιο Αθηνογένη, Charles de Louvencourt και Γεώργιο Κορωνιό. Η Τράπεζα η οποία τελούσε υπό την διοίκηση του Αλεξάνδρου Β. Μαθιουδάκη και την εποπτεία του Βασιλικού Επιτρόπου Κ. Καλοστύπη (ΦΕΚ 53/Α/23-6-1882) ίδρυσε υποκαταστήματα στην Αθήνα, στην Άρτα, στα Τρίκαλα, στην Καλαμπάκα, στον Αλμυρό και στη Λάρισα. Ο κύκλος εργασιών της αφορούσε γεωργοκτηματικά και βιοτεχνικά δάνεια, προεξοφλήσεις συναλλαγματικών, αγορά και πώληση εμπορικών γραμματίων, άτοκες καταθέσεις καθώς και φύλαξη τιμαλφών και τίτλων [2].
Το υποκατάστημα της Τράπεζας στη Λάρισας ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1882 και ως πρώτος διευθυντής της διορίσθηκε ο Κωνσταντίνος Π. Τραυλός [3]. Στα επίσημα εγκαίνια τα οποία πραγματοποιήθηκαν στις 14 Νοεμβρίου του ιδίου έτους [4], ο τελευταίος ομίλησε «περί των ευργετημάτων άτινα η Ηπειροθεσσαλική Τράπεζα προτίθεται να επενέγκη εν τω τόπω» [5]. Ο Τραυλός προσέλαβε ως συμβούλους τους Χρήστο Γεωργιάδη, Διονύσιο Γαλάτη και Αργύριο Διδίκα, ενώ ο δικηγόρος Ανάργυρος Ζαβιτσάνος διορίστηκε ως νομικός σύμβουλος. Λίγο νωρίτερα, στις 6 Οκτωβρίου 1882, ο Τραυλός είχε ενοικιάσει για λογαριασμό της Τράπεζας μία διώροφη, νεόδμητη και λιθόκτιστη κατοικία η οποία βρισκόταν στην οδό Ραμαζάν Ατίκ (συνοικία Παράσχου) και η οποία ανήκε εξ αδιαιρέτου στην πλήρη κυριότητα του ιερέα Ανθίμου Πρωτοσύγγελου και του κτηματία Δημητρίου Πρωτοσύγγελου. Η αρχική ετήσια μίσθωση (μέχρι τις 25 Οκτωβρίου 1883) ορίστηκε στις 1.700 νέες δρχ. Στο ισόγειο στεγάστηκαν τα γραφεία της Τράπεζας, ενώ στον όροφο διέμεινε η οικογένειά του [6]. Η μίσθωση για άγνωστους λόγους δεν ανανεώθηκε και ο Τραυλός προέβη στις 26 Οκτωβρίου 1883 στην ενοικίαση (μέχρι τις 25 Οκτωβρίου 1884) της διώροφης ιδιόκτητης κατοικίας του Οθωμανού κτηματία Χαμίτ Βέη Χατζή Χουσεΐν Πασά η οποία βρισκόταν στη οδό Καζγανή Ατίκ (μεταξύ των συνοικιών Αρναούτ και Εμινλέρ) [7] της Λάρισας. Το ετήσιο ποσό της μίσθωσης ορίστηκε στις 2.000 νέες δρχ. [8]. Αργότερα το κτίσμα θα περιερχόταν στην κυριότητα του δικηγόρου Αριστοτέλη Ιατρού και θα ανανεωνόταν κάθε χρονιά το μισθωτήριο συμβόλαιο μέχρι το οριστικό κλείσιμο της Τράπεζας (1899).
Η οικογένεια του Κωνσταντίνου Τραυλού καταγόταν από την Κεφαλονιά. Ο πατέρας του Παναγής ήταν μεγαλέμπορος, ο οποίος σε νεαρή ηλικία είχε εγκατασταθεί στο Ταϊγάνιο (σημ. Ταγκανρόγκ) της Νότιας Ρωσίας όπου επί σειρά ετών διετέλεσε δήμαρχος της πόλης. Εκεί γεννήθηκε (1840) ο Κωνσταντίνος. Ο τελευταίος σε νεαρή ηλικία στάλθηκε στη Σύρο όπου μετά το πέρας των εγκυκλίων μαθημάτων μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης. Ως άνθρωπος της αρετής και ως υπόδειγμα της τιμιότητας προσελήφθη ως διευθυντής στον εμπορικό και τραπεζιτικό οίκο Νεγρεπόντη Βαλλιάνου. Συνδέθηκε με φιλία με τον Ανδρέα Συγγρό ο οποίος του ανέθεσε αργότερα την διεύθυνση του υποκαταστήματος στη Λάρισας. Ο Τραυλός είχε έναν αδελφό ο οποίος διετέλεσε στρατηγός του ρωσικού στρατού. Ο ίδιος νυμφεύθηκε στην Σάμο την θυγατέρα του μεγαλέμπορα Ηλία Σβορώνου με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Την Ελένη [9], τον Ηλία [10] και τον Ορέστη [11]. Την 1η Δεκεμβρίου 1886 τιμήθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση με τον Αργυρό Σταυρό του Βασιλικού τάγματος του Σωτήρος (ΦΕΚ 361/Α/30-12-1886).
Ο Κωνσταντίνος Τραυλός απεβίωσε ξαφνικά στη Λάρισα στις 30 Σεπτεμβρίου 1890. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου και ετάφη στο νεκροταφείο της συνοικίας Παράσχου [12]. Κατά την ημέρα της κηδείας όλα τα καταστήματα της πόλης παρέμειναν κλειστά ενώ την πομπή ακολούθησε πλήθος κόσμου. Κατατέθηκαν στεφάνια από τον Δήμο της Λάρισας, από τον δήμαρχο Αργύριο Διδίκα, από το σωματείο των υφασματοπωλών, από την Ισραηλιτική και Μουσουλμανική κοινότητα και από την οικογένεια του Κωνσταντίνου Αναστασιάδη. Τους επικήδειους λόγους εκφώνησαν οι δικηγόροι Ανδρέας Γαρουφαλιάς και Ανδρέας Πεταλάς [13] καθώς και ο δημαρχιακός πάρεδρος Αθανάσιος Μανωλάκης.
Ο Κωνσταντίνος Φραγκούλης υπήρξε ο αντικαταστάτης του Τραυλού στην διεύθυνση του υποκαταστήματος στη Λάρισα. Η «Προνομιούχος Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας» δεν μπόρεσε να εκπληρώσει το όραμα των ιδρυτών της αφού δεν κατόρθωσε να προσελκύσει ως πελάτες τους μεγάλους κεφαλαιούχους της εποχής. Κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 υπέστη σοβαρές ζημίες, ενώ μετά τον θάνατο του Ανδρέα Συγγρού (Φεβρουάριος 1899) παρατηρήθηκε πανικός μεταξύ των καταθετών και των μετόχων. Ο κίνδυνος πλέον της πτώχευσης ήταν ορατός και για τον λόγο αυτό στις 22 Δεκεμβρίου 1899 εγκρίθηκε με Βασιλικό Διάταγμα η συγχώνευσή της με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΦΕΚ 281/Α/23-12-1899).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βασιλικό Διάταγμα (31 Ιανουαρίου 1882): «Περί συστάσεως ανωνύμου εταιρίας υπό την επωνυμίαν Προνομιούχος Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας» (ΦΕΚ 13/Α/12-3-1882). Το καταστατικό της τροποποιήθηκε στις 17 Μαρτίου 1882 (ΦΕΚ 24/Α/8-4-1882). Ονομάστηκε «Προνομιούχος» επειδή είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να εκδίδει και να κυκλοφορεί χαρτονομίσματα. Βλ. Φωνή του Λαού (Βόλος), φ. 38 (24 Ιουνίου 1882).
[2] «Ούτω τεθήσεται φραγμός τη τοκογλυφία, ανοιχθήσεται δε στάδιον ευρύ τη φιλοπονία παντός πολίτου και ιδίως της γεωργικής τάξεως». Βλ. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 110 (7 Νοεμβρίου 1882).
[3] Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 98 (26 Σεπτεμβρίου 1882).
[4] «Παρήσαν δε εν τω αγιασμώ εις όν προεστάτει ο αιδεσιμώτατος πρωτοσύγγελος, αι δημοτικαί και στρατιωτικαί αρχαί, οι αντιπρόσωποι της Οθωμανικής και Ισραηλιτικής κοινότητος και πλήθος εκλεκτού σωματείου εμπόρων και επιστημόνων». Βλ. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 112 (14 Νοεμβρίου 1882).
[5] Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 113 (17 Νοεμβρίου 1882).
[6] Γενικά Αρχεία του Κράτους / Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 004 [1882-1883], αρ. 867 (6 Οκτωβρίου 1882).
[7] Θεόδωρος Παλιούγκας, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), Λάρισα 1996, τ. Α΄, σ. 146.
[8] ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 009 [1882-1883], αρ. 2291 (26 Οκτωβρίου 1883).
[9] Η Ελένη Τραυλού παντρεύτηκε τον τραπεζίτη και εργολάβο Θεόδωρο Δημ. Σταματιάδη (1850-1914). Από τον γάμο τους δεν απέκτησαν κληρονόμους. Βλ. Ανακρέων Α. Σταματιάδης, Οι Δελφινόσημοι, Αθήνα 1933, σ. 271 και 273.
[10] Ο Ηλίας Τραυλός γεννήθηκε το 1866 στη Σάμο. Απόφοιτος του Πυθαγορείου Γυμνασίου, της Εμπορικής Σχολής της Χάλκης και της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Εθνικού Πανεπιστημίου, εγκαταστάθηκε το 1888 στη Ζυρίχη της Ελβετίας. Διετέλεσε διευθυντής των Ελβετικών Σιδηροδρόμων και υφηγητής στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης (1895). Μετά το 1903 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Βασιλεία της Ελβετίας. Βλ. Ιωάννης Βακιρτζής, «Ηλίας Κ. Τραυλός», Σαμιακόν Ημερολόγιον (Σάμος), τ. 1 (1904), σ. 199-201.
[11] Ο Ορέστης Τραυλός ήταν βιομήχανος. Το 1897 ίδρυσε στη Σάμο ατμοκίνητο εργοστάσιο σιγαρόχαρτου, ενώ υπήρξε γενικός αντιπρόσωπος για την Σάμο της Ελληνικής Εταιρίας Οίνων και Οινοπνευμάτων και της Ασφαλιστικής Εταιρίας «Αμοιβαία». Βλ. Σαμιακόν Ημερολόγιον (Σάμος), τ. 4 (1908), σ. 29-30.
[12] «Νεκρολογία: Κωνσταντίνος Τραυλός», Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 53 (3 Οκτωβρίου 1890) και Ημερολόγιον του Αιγαίου (Σάμος), τ. 1 (1905), σ. 352.
[13] Ανδρέας Πεταλάς, «Λόγος επικήδειος εκφωνηθείς εις τον ναόν του Αγίου Νικολάου Λαρίσης επί του νεκρού Κωνσταντίνου Τραυλού, διευθυντού του υποκαταστήματος της Τραπέζης», Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 54 (10 Οκτωβρίου 1890).