Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο
Γεννήθηκε στα 330 μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και καταγόταν από μεγάλη και πλούσια οικογένεια. Όταν αρκετά νωρίς έχασε τον πατέρα του, γύρω στα 345 μ.Χ. πήγε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας για να συνεχίσει τις σπουδές του και εκεί γνωρίστηκε με τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό. Μετά την Καισάρεια ο Βασίλειος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μαθήτευσε κοντά στο διάσημο ρήτορα Λιβάνιο. Ύστερα ήρθε στην Αθήνα, για να σπουδάσει και να γνωρίσει περισσότερα. Στην Αθήνα ο Βασίλειος διδάσκεται τη ρητορική, τη φιλοσοφία και τη φιλολογία. Το 358 μ.Χ. ο Βασίλειος τελειώνει τις σπουδές του και αποφασίζει να γυρίσει στην πατρίδα του την Καισάρεια. Εκεί για ένα διάστημα δίδαξε ρητορική. Σύντομα όμως βαφτίστηκε και θέλησε να γίνει μοναχός. Περί τα 362 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος αλλά αργότερα δυσαρεστήθηκε μ ε τον επίσκοπο Διάκο που προσχώρησε στους αιρετικούς και αφού μοίρασε την πατρική του εξουσία εγκαταστάθηκε στον Πόντο. Περί τα 370 εκλέχτηκε επίσκοπος Καισαρείας. Ένα χρόνο μετά ο Μόδεστος με εντολή του αυτοκράτορα Ουαλέντα, πήγε στην Καισαρεία να πιέσει τον Βασίλειο να υποταγεί στον φιλαρειανό αυτοκράτορα. Ο Βασίλειος όμως αντιστάθηκε στις πιέσεις και στις απειλές του Μόδεστου.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Ο Μέγας Βασίλειος έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη διαμάχη μεταξύ της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας. Όταν το 368 μ.Χ. ξέσπασε μεγάλη πείνα στην Καισαρεία, όχι μόνο βοήθησε με όλη του τη δύναμη αυτούς που υπόφεραν, αλλά ίδρυσε ολόκληρο συγκρότημα από φιλανθρωπικά ιδρύματα, το οποίο πήρε και το όνομά του "Βασιλειάδα". Ο Βασίλειος διακρίθηκε και ως συγγραφέας. Τα έργα του χωρίζονται: α) στα δογματικά: "Ανατρεπτικός του απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου", "Περί αγίου Πνεύματος" κ.ά. β) στα ερμηνευτικά, που ανήκουν οι εννιά ομιλίες στην "Εξαήμερο". γ) στα Πρακτικά η ομιλία του "Προς τους νέους", τα "Ασκητικά", η ομιλία του "εις το πρόσεχε σ' εαυτώ" κ.ά.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Η βαθιά ασκητική ζωή του και η αρρώστια των νεφρών του τον οδήγησαν πολύ νωρίς στο θάνατο. Πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. σε ηλικία μόλις 49 ετών. Ο Βασίλειος ονομάστηκε Μέγας και φημίστηκε για την πίστη του, τη σοφία του, τη σωφροσύνη του και τη φιλανθρωπία του. Η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη του την 1η Ιανουαρίου, ενώ οι δυτικοί τον τιμούν στις 30 Ιανουαρίου μαζί με τον Γρηγόριο το Θεολόγο και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο.
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ
Σύμφωνα με την παράδοση όταν ο Βασίλειος ήταν επίσκοπος Καισαρείας κάποια μέρα, ένας αχόρταγος στρατηγός-τύραννος της περιοχής και φοβερός δυνάστης, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει. Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη την νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία. Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει τον Βασίλειο, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ό,τι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα. και φτώχεια. Ο στρατηγός όμως θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά απ' την πατρίδα του ή θα τον σκοτώσει. Οι Χριστιανοί της Καισαρείας όμως τον αγαπούσαν πολύ και θέλησαν να τον βοηθήσουν.
Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ό,τι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Ο αχόρταγος στρατηγός όμως διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης. Ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ό,τι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε ν' ανοίξει το σεντούκι και ν' αρπάξει τους θησαυρούς, ένας λαμπρός καβαλάρης ορμάει μ ε το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι στρατιώτες του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι. Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας. Ο Μέγας Βασίλειος όμως βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Αφού προσευχήθηκε να τον φωτίσει ο Θεός, κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας.
Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της. Αυτό λοιπόν ήταν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα. Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου.