Από την Καλλίτσα Γκουράβα- Δικτά
Ο Γιώργος και η Μελίνα εκείνο το βράδυ παραμονή πρωτοχρονιάς, έκαναν μια μυστική συμφωνία.
Θα έμεναν ξάγρυπνοι όλη τη νύχτα για να δούνε μια φορά επιτέλους τον Αϊ Βασίλη.
Κάθε χρόνο από τότε που κατάλαβαν τον κόσμο, ξυπνούσαν το πρωί της πρωτοχρονιάς και έτρεχαν στο σαλόνι να ανοίξουν τα δώρα που… άφηνε τη νύχτα ο Αϊ Βασίλης.
Ήταν …απαράδεχτο να μην τον έχουν δει ούτε μία φορά. Ο Γιώργος ήταν οχτώ χρονών και η Μελίνα έξι, δεν μπορούσαν να το …συγχωρήσουν στον εαυτό τους αυτό. Ένας συμμαθητής του Γιώργου είπε κάτι την προηγούμενη μέρα που τον έβαλε σε σκέψεις.
«Δεν υπάρχει Αϊ Βασίλης – είπε – τα δώρα μας τα αγοράζουν οι γονείς και τα βάζουν κάτω απʼ το δέντρο».
Ο Γιώργος το μισοπίστεψε, αλλά βαθιά μέσα του ευχόταν να είναι ψέμα.
Αν ήταν έτσι όπως τα είπε ο φίλος του, τότε εκείνη τη χρονιά δεν θα έπρεπε να περιμένουν τίποτα. Για τον απλούστατο λόγο. Οι γονείς τους ήταν άνεργοι εδώ και καιρό, με τι χρήματα θα τους αγόραζαν δώρα!
Ο Νίκος και η Νατάσα - αυτά ήταν τα ονόματα των γονιών τους - πράγματι είχαν απολυθεί απʼ το εργοστάσιο που δούλευαν ως λογιστές από τότε που τελείωσαν το Πανεπιστήμιο. Πήραν μια μικρή αποζημίωση και μʼ αυτή πορευόταν δέκα μήνες τώρα.
Τα αφεντικά έκαναν μείωση του προσωπικού και μέσα στη λίστα των υποψηφίων για απόλυση ήταν κι αυτοί.
Τίποτα άλλο στο αντικείμενό τους δεν φαινόταν στον ορίζοντα, περνούσαν δύσκολα.
Ο Νίκος βέβαια δεν είχε πρόβλημα, έκανε οτιδήποτε, είχε δουλέψει ακόμα και φορτοεκφορτωτής στη λαχαναγορά και σε οικοδομή και ό,τι άλλο παρουσιαζόταν, έτρεχε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η γυναίκα του είχε άλλη γνώμη.
Συχνά γκρίνιαζε.
«Πώς καταντήσαμε έτσι βρε Νίκο, εμείς με τόση περιουσία…!»
«Στις εποχές που ζούμε Νατάσα, δεν μετράνε τα ακίνητα αλλά το ρευστό που μπαίνει στο σπίτι. Ωραία και τα οικόπεδα και τα χωράφια, όμως όταν δεν σου αποδίδουν τίποτα και πρέπει μόνο να πληρώνεις τον ΕΝΦΙΑ τι να τα κάνεις;
Και να θέλεις να πουλήσεις κάτι να ξελασπώσεις, δεν το αγοράζει κανένας κι αν θα βρεθεί κάποιος, θα το πάρει για ένα κομμάτι ψωμί.
Αυτά και άλλα συζητούσε το ζευγάρι και η Νατάσα κατέβαζε το κεφάλι, γιατί ότι είχαν προερχόταν απʼ τη δική της οικογένεια.
Κάποτε όταν έπαιρνες μια κληρονομιά από κάποιον πρόγονό σου ήταν ευλογία, τώρα είναι δυσκολία και στεναχώρια.
Εκείνη την ημέρα, παραμονή πρωτοχρονιάς, κάποιος γείτονας τηλεφώνησε στο Νίκο να πάει αν μπορούσε να βοηθήσει να μεταφέρουν τα ξύλα στην αποθήκη, με το αζημίωτο φυσικά.
Η Νατάσα άκουσε το τηλεφώνημα…
«Τι λες Νίκο, θα πάς; Σήμερα χρονιάρα μέρα θα μʼ αφήσεις εδώ μόνη μου να τρέχω και συ θα κουβαλάς τα ξύλα του γείτονα;»
Πήγε κοντά της. «Άκου γυναίκα, για δουλειά θα πάω, ένα μεροκάματο σήμερα θα είναι ότι πρέπει, θέλουμε να αγοράσουμε κι από ένα δωράκι στα παιδιά. Μην ξεχνάς τι μου είπες το πρωί, πως τους άκουσες να λένε, ότι θα μείνουν ξάγρυπνοι όλη τη νύχτα για να δούνε τον Αϊ Βασίλη που θα μπει στο σπίτι να αφήσει τα δώρα.
Έλα βρε Νατάσα, ας μην τους στερήσουμε αυτή τη χαρά. Πολλές φορές σκέφτηκα να τους πω την αλήθεια, αλλά την ίδια στιγμή το μετάνιωνα. Είναι μικρά ακόμα, ας πιστεύουν σʼ αυτό το παραμύθι…»
«Έννοια σου και είναι έτοιμη να το κάνει η μάνα μου. Μου έβαλε τις φωνές σήμερα απʼ το τηλέφωνο.
«Αντί να μιλήσετε στα παιδιά για το Μέγα Βασίλειο, τον επίσκοπο της Καισάρειας, τον κορυφαίο θεολόγο και άγιο πατέρα της εκκλησίας, τον έναν απʼ τους τρεις ιεράρχες και προστάτη της παιδείας, κάθεστε και τους λέτε παραμύθια, γι αυτόν τον καλοθρεμμένο και κοιλαρά με την κόκκινη σκούφια άγιο, που πετάει με το έλκηθρο των ταράνδων σε όλον τον κόσμο και μοιράζει δώρα στα παιδιά. Μορφωμένοι άνθρωποι είσαστε, άλλα πράγματα πρέπει να περνάτε στα παιδιά. Τώρα ξέρω τι θα μου πεις, πως έτσι σε μεγάλωσα κι εγώ, αλλά εγώ Νατάσα μου ήμουνα ένα κορίτσι αγράμματο, απʼ το χωριό.
Παντρεύτηκα και ήρθα στην πόλη και μαγεύτηκα κι εγώ με όλα αυτά που άκουγα αυτές τις μέρες.
Τότε δεν είχα δική μου γνώμη κι ούτε και καμιά θρησκευτική παιδεία.
Πηγαίναμε στην εκκλησία την πρώτη μέρα χαράματα, ακούγαμε την Θεία λειτουργία και κυρίως το ευαγγέλιο συλλαβιστά απʼ τον παπα-Γρηγόρη και γυρνούσαμε στο σπίτι να κάνουμε τα έθιμα του χωριού μας και να ταΐσουμε τα ζωντανά. Έχεις καμιά σχέση εσύ μʼ εμένα;»
«Μου τα έψαλε για τα καλά η μάνα μου Νίκο. Δεν ξέρω τι είναι σωστό και τι «όχι».
Ο Νίκος την αγκάλιασε. «Άφησε τη μάνα σου να λέει Νατάσα μου, εμείς θα αποφασίσουμε πότε και πως θα μάθουν τα παιδιά την αλήθεια.
Προς το παρόν πρέπει να πάω στο γείτονα, να σωριάσω τα ξύλα στην αποθήκη και τα υπόλοιπα τα λέμε όταν γυρίσω το μεσημέρι…»
Η νύχτα είχε προχωρήσει, κόντευαν μεσάνυχτα. Τα παιδιά βολεμένα σε δύο αναπαυτικές πολυθρόνες στο σαλόνι, δεν έλεγαν να το κουνήσουν και να πάνε για ύπνο.
Τα ματάκια τους έκλειναν βέβαια, αλλά πετάγονταν και στήλωναν το βλέμμα στο δέντρο.
Κάποια στιγμή η Νατάσα σκούντησε το Γιωργάκη.
«Έλα παιδί μου πήγαινε στο κρεβατάκι σου, γιατί ταλαιπωρείς τον εαυτό σου και την αδερφούλα σου, δεν τη λυπάσαι; Σας άκουσα το πρωί να λέτε πως θέλετε να δείτε τον Αϊ Βασίλη όταν θα φέρει τα δώρα!
Αλλά μπορεί αγόρι μου να έρθει τις… πρωινές ώρες, μπορεί να έχει να επισκεφθεί άλλα παιδιά πρώτα…!»
Ο Γιώργος σκουντουφλώντας και παραπατώντας σηκώθηκε, δεν άντεχε άλλο αυτή την αναμονή… Η Νατάσα πήρε τη Μελίνα στην αγκαλιά της και προχώρησαν προς το δωμάτιο των παιδιών. Αφού βεβαιώθηκαν πως κοιμόταν βαθιά, ο Νίκος έβγαλε από μια τσάντα δύο επιτραπέζια παιχνίδια και τα τοποθέτησε κάτω απʼ το δέντρο. Ένιωσε ικανοποίηση, αυτή η κίνηση τον γύρισε πίσω στα παιδικά του χρόνια, που έκαναν το ίδιο οι γονείς του.
Το δέντρο αναβόσβηνε, ησυχία είχε απλωθεί σε όλο το σπίτι. Τα λιγοστά γλυκίσματα ευωδίαζαν στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Ο μικρός Χριστός αναπαυόταν στη φτωχική του φάτνη και ο Νίκος τόλμησε να ελπίσει σʼ ένα καλύτερο αύριο, τόλμησε να ελπίσει πως τα παιδιά του θα ζήσουν σε μια καλύτερη κοινωνία με ανθρώπινο πρόσωπο, ευαισθησίες και ΑΓΑΠΗ…
* Η Καλλίτσα Γκουράβα- Δικτά είναι λογοτέχνις και συγγραφέας