ΛΑΡΙΣΑ. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις…

ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Δημοσίευση: 01 Μαρ 2020 17:00
Μια ομάδα καρναβαλιστών απαθανατίζεται σε φωτογραφείο της Λάρισας το 1937 Μια ομάδα καρναβαλιστών απαθανατίζεται σε φωτογραφείο της Λάρισας το 1937

Βρισκόμαστε σήμερα στο τέλος του Τριωδίου, στην Κυριακή της Τυρινής ή τη δεύτερη Αποκριά, όπως την αποκαλεί ο κόσμος και οι καρναβαλιστικές εκδηλώσεις έπρεπε να βρίσκονται στην κορύφωσή τους.

Όμως τα τελευταία χρόνια και όλως ιδιαιτέρως φέτος, με την απαγόρευση των εορταστικών εκδηλώσεων λόγω της αιφνίδιας εμφάνισης και της σαρωτικής εξάπλωσης του κορονοϊού σε παγκόσμια κλίμακα, η παρουσία μασκαρεμένων στους δρόμους είναι σπάνια και μόνον μικρά παιδάκια, ντυμένα με αποκριάτικες στολές, δίνουν μια χαλαρή αίσθηση γιορτινής ατμόσφαιρας.

Τα παλιά χρόνια τέτοια εποχή μασκαρευόταν και γλεντούσε με την ψυχή του όλος ο κόσμος. Η Λάρισα ήταν τότε μια μικρή πόλη 25-30 χιλιάδων κατοίκων, οι περισσότεροι από τους οποίους γνωρίζονταν, είχαν ανεπτυγμένες φιλικές σχέσεις μεταξύ τους και χαιρόταν ο ένας την συντροφιά του άλλου. Αντάμωναν στις χαρές και τις λύπες τους, τις μοιράζονταν και ζούσαν μέσα σε μια ατμόσφαιρα που τη χαρακτήριζε η ανθρωπιά.

Στη Λάρισα την προπολεμική περίοδο τα πρώτα καρναβάλια έβγαιναν στους δρόμους μόλις άνοιγε το Τριώδιο. Άντρες και γυναίκες μεταμφιεσμένοι με ό,τι η φαντασία τους επινοούσε, δημιουργούσαν παρέες και γύριζαν στα σπίτια συγγενών και φίλων. Οι πόρτες ήταν παντού ορθάνοιχτες και με επιφωνήματα χαράς δέχονταν τους αγνώριστους επισκέπτες φίλους τους, οι οποίοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην τους αναγνωρίσουν. Με κιθάρες, ακορντεόν και άλλα όργανα έμπαιναν με κέφι και τραγούδια στα σπίτια και εκεί άρχιζε το παιχνίδι της αναγνώρισης των μασκαρεμένων. Τα λόγια από τα τραγούδια μερικές φορές ήταν αλλοιωμένα και προσαρμοσμένα στο πνεύμα των ημερών, το οποίο επέτρεπε την ελευθεροστομία και τα υπονοούμενα σε άτομα του σπιτιού που επισκέπτονταν. Στο τέλος γινόταν η αποκάλυψη και όλοι μαζί κάθονταν στο τραπέζι, έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν και αν η ημέρα το επέτρεπε, το γλέντι κρατούσε μέχρι τα ξημερώματα. Αυτές οι διαδρομές των μεταμφιεσμένων στους δρόμους κρατούσε όλη την περίοδο της Αποκριάς, η οποία τότε διαρκούσε από την Τσικνοπέμπτη μέχρι και τη δεύτερη Κυριακή της Αποκριάς, δηλ. πάνω από δεκαπέντε μέρες και οδηγούσαν σε ένα καθολικό ξεφάντωμα, το οποίο επέτρεπε στον κόσμο να ξεχνάει τις στενοχώριες και τα βάσανα της ζωής και να ζει λίγες στιγμές ευθυμίας, ανωνυμίας και …πειρασμών. Μικροί και μεγάλοι περίμεναν τις Αποκριές με λαχτάρα και απολάμβαναν τη φαιδρότητα των στιγμών με ενθουσιασμό.

Τις Κυριακές τα απογεύματα τα καρναβάλια κατευθύνονταν στην Κεντρική πλατεία, καταλάμβαναν ακόμα και τους γύρω δρόμους και άρχιζε μια ατέλειωτη άμιλλα ποια από τις παρέες θα παρουσιάσει την πιο πρωτότυπη ιδέα μεταμφίεσης. Έβλεπε κανένας τις πιο απίθανες φιγούρες. Πιο συχνοί ήταν οι Ξυλοπόδαροι, οι οποίοι ισορροπούσαν πάνω σε ξύλα, τα οποία πρόσθεταν ύψος που έφθανε μέχρι και τα τρία μέτρα. Από τα Ταμπάκικα ερχόταν συνήθως μια παρέα που υποδυόταν την Καμήλα. Τη συνόδευαν χορεύοντας με κλαρίνα και βιολιά, και την ακολουθούσαν πολλοί κάτοικοι της συνοικίας μικροί και μεγάλοι, μεταμφιεσμένοι ή όχι. Άλλη παρέα παρίστανε το Γύφτικο Καραβάνι, με άνδρες ντυμένους τσιγγάνες και υπό τους ήχους μιας λατέρνας, να διαβάζουν τη μοίρα στις παλάμες των περίεργων που τους ακολουθούσαν. Μια χρονιά παρουσιάστηκε ένας κομπογιαννίτης οδοντογιατρός φορώντας φράκο και ψηλό καπέλο, εποχούμενος σε μόνιππο, να προσπαθεί με μια τεράστια τανάλια να …ξεδοντιάσει όποιον υπέφερε από πονόδοντο. Μεγάλη επιτυχία είχε μια άλλη παρέα. Κάποιος ανεβασμένος σε σούστα παρίστανε μια επίτοκη γυναίκα η οποία είχε πόνους τοκετού και δίπλα της η μαμή κραδαίνοντας στον αέρα υποτυπώδεις εμβρυουλκούς, να προσπαθεί να φέρει εις πέρας τη δυστοκία που αντιμετώπιζε. Την εμφάνιση των παραπάνω μασκαράδων ο κόσμος που ήταν συγκεντρωμένος στην πλατεία την υποδεχόταν με γέλια και χειροκροτήματα.

Το μεγαλύτερο γλέντι όμως γινόταν το απόγευμα της τελευταίας Κυριακής των Απόκρεω. Εκτός από τις μεταμφιέσεις που αναφέραμε, όλοι περίμεναν το άρματων μαθητών της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής, γιατί κάθε χρόνο κέρδιζε τον θαυμασμό τους για την πρωτοτυπία και την αρτιότητά του. Και τούτο γιατί τα κοστούμια, τη σκηνική παρουσία και τους ρόλους επιμελούνταν ο Γιώργος Παππάς[1], ο μετέπειτα γνωστός ηθοποιός του Βασιλικού Θεάτρου και των περίφημων ασπρόμαυρων ταινιών του κινηματογράφου. Προπολεμικά είχε διατελέσει για ένα μικρό χρονικό διάστημα λογιστής στη Γεωργική Σχολή[2]. Ήταν πάντα επικεφαλής των μεταμφιεσμένων, και με τους μαθητές της Σχολής, με τα άλογα, τα βόδια και τα άλλα ζωντανά της, έκανε πολιτική κυρίως σάτιρα για πρόσωπα και πράγματα της εποχής τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και τοπικό. Όλα αυτά γίνονταν την πενταετία 1925-30, πριν ακόμη σταδιοδρομήσει ως ηθοποιός.

Όταν ερχόταν το σούρουπο και οι θεατές και τα καρναβάλια αποχωρούσαν από το κέντρο της πόλης, το γλέντι συνεχιζόταν στους συνοικίες. Σε κάθε γειτονιά, επέλεγαν έναν ανοικτό χώρο ή κάποιο σταυροδρόμι, όπου οι μικρότεροι έφερναν από τα σπίτια τους ξύλα, τα συγκέντρωναν στο κέντρο και τα έβαζαν φωτιά. Όταν αυτή φούντωνε και οι φλόγες της ψήλωναν, τότε οι μεγαλύτεροι, άνδρες και γυναίκες, έστηναν γύρω από τη φωτιά χορό τραγουδώντας. Ο χορός στήνονταν σε δύο επάλληλες σειρές, από μέσα οι άνδρες και απ' έξω οι γυναίκες. Οι επικεφαλής των χορών αυτοσχεδίαζαν τραγουδώντας σατιρικά άσματα τα οποία αναφέρονταν σε αισθηματικά θέματα με κάποια όμως ελευθεροστομία. Ο χορός κρατούσε μέχρις ότου τελείωναν τα ξύλα, και όταν η φωτιά κατακάθιζε άρχιζε σιγά-σιγά η αποχώρηση, με ανταλλαγές εγκάρδιων ευχών για την επικείμενη Σαρακοστή.

Την άλλη μέρα που ήταν η Καθαρά Δευτέρα, οι περισσότεροι αναζητούσαν τον φούρνο που έψηνε τις καλύτερες λαγάνες. Τις αγόραζαν ζεστές-ζεστές και μετά επισκέπτονταν τον μπακάλη της γειτονιάς από τον οποίο προμηθεύονταν ελιές, ταραμά, νηστίσιμο χαλβά, φρέσκα κρεμμυδάκια και μ' αυτά άρχιζαν τη Σαρακοστή, που οι περισσότεροι την κρατούσαν μέχρι το Πάσχα. Αν ο καιρός ήταν καλός ξεκινούσαν κατά ομάδες με τις άμαξες ή με τα πόδια και πήγαιναν στις "Τούμπες" όπου γιόρταζαν τα κούλουμα. Η περιοχή αυτή βρισκόταν έξω από την πόλη, στον δρόμο προς τον Βόλο και πέρα από τις σιδηροδρομικές γραμμές, κοντά στον Σταθμό του Θεσσαλικού τρένου. Σήμερα οι Τούμπες δεν υπάρχουν καθώς η πόλη ξαπλώθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις και επάνω τους κτίστηκαν τα σπίτια των νέων συνοικιών της Λάρισας. Χάθηκαν, όπως επίσης χάθηκαν και τα ωραία έθιμα που διατηρούσαν επί χρόνια οι πρόγονοί μας.

 

---------------------------------------

[1]. Ο Γεώργιος Παππάς (1903-1958) σπούδαζε Γεωπονία στο Μονπελιέ της Γαλλίας, αλλά φαίνεται ότι δεν αποφοίτησε από τη Σχολή και επέστρεψε στην Ελλάδα. Στη θεατρική σκηνή πρωτοεμφανίστηκε το 1931 σε ηλικία 28 ετών.

[2]. Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός). Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 11ης Φεβρουαρίου 1980.

 

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

nikapap@hotmail.com

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass