Τα γραφεία και τυπογραφεία της «Ελευθερίας» ήταν εγκατεστημένα σε ένα ισόγειο, σκοτεινό και υγρό οίκημα, στον ακάλυπτο χώρο μεταξύ των οδών Μ. Αλεξάνδρου και Φαρσάλων (Ρούσβελτ σήμερα). Προς την πλευρά της Μ. Αλεξάνδρου συνόρευε με το Βιβλιοχαρτοπωλείο του Αντωνίου Παναγιωτακόπουλου. Σήμερα στο σημείο αυτό βρίσκεται η κυρία είσοδος του τριώροφου κτιρίου του Ανδρέα Κουτσίνα, του οποίου οι δύο επάνω όροφοι στέγασαν από το 1938 μέχρι πριν λίγα χρόνια το ξενοδοχείο «Ολύμπιον». Προς την πλευρά της οδού Φαρσάλων (Ρούσβελτ) τα γραφεία της «Ε» συνδέονταν με τον δρόμο με ένα πολύ στενό σοκάκι. Αφού περνούσες το εργαστήριο της μοδίστρας Β. Χαλιαμπάλια, αμέσως μετά έφθανες στην είσοδο της εφημερίδας. Στο ανήλιο και υγρό αυτό οίκημα βρισκόταν και το γραφείο του αρχισυντάκτη της «Ελευθερίας» Ευάγγελου Τσιρόπουλου. Μετά τον Αντώνιο Σιτρά, τη διεύθυνση της εφημερίδας ανέλαβε για λίγο (1924-1925) ο δικηγόρος Βασίλειος Ναός, τον οποίον εν συνεχεία διαδέχθηκε ο Ευάγγελος Τσιρόπουλος, ο οποίος από καιρό ήταν ο νους και η καρδιά της εφημερίδας.
Ο Ευάγγελος Τσιρόπουλος γεννήθηκε στη Λάρισα το 1898[1]. Γονείς του ήταν ο τυπογράφος Κωνσταντίνος Τσιρόπουλος και η Ελένη Τσιροπούλου. Δεν θα αναφερθούμε στα βιογραφικά του στοιχεία, γιατί μπορεί κανείς να ανατρέξει στο πρόσφατο και εμπεριστατωμένο κείμενο του Αλέξανδρου Γρηγορίου στη στήλη "Προσωπικότητες της Λάρισας" της εφημερίδας "Ελευθερία"[2].
Η ημερήσια εργασία του Ευάγγελου Τσιρόπουλου στην εφημερίδα διαρκούσε δώδεκα και περισσότερες ώρες και όταν είχε κάποια άνεση χρόνου, περνούσε μέσα από το κατάστημα του Παναγιωτακόπουλου και κατευθυνόταν στο διπλανό καφενείο «Νέος Κόσμος» όπου έπαιζε με διάφορους φίλους καμιά παρτίδα τάβλι, παιχνίδι που αγαπούσε ιδιαίτερα, για να ξεκουράζεται από τον δημοσιογραφικό κάματο. Τον ευχαριστούσε πολύ και ο περίπατος. Γράφει σχετικά ο Κώστας Περραιβός: «Πήγαινα και τον έπαιρνα και κάναμε περίπατο στο Αλκαζάρ, κουβεντιάζοντας πάνω σε θέματα τα οποία αφορούσαν στη δημοσιογραφία. Ψεύδιζε ελαφρά, και αυτό έκανε τη φωνή του πιο συμπαθητική. Τον άφηνα να μιλάει συνέχεια γιατί ήξερε να κάνει πνεύμα. Του άρεσε το τσιπουράκι και όταν φθάναμε στο τέρμα του Αλκαζάρ, όπου βρισκόταν το καφενείο “Η Κιβωτός” του μακαρίτη Ζαρκαδούλα, καθόμασταν και πίναμε ένα-δύο ποτηράκια. Το λίγο αλκοόλ τον τόνωνε και του έφερνε κέφι, το οποίο βέβαια δεν του έλειπε και χωρίς το τσιπουράκι. Σπάνια οργιζόταν και απέφευγε τους καυγάδες για οποιονδήποτε λόγο. Προτιμούσε να συμβιβάζεται ακόμη και όταν αδικούνταν»[3].
Από της ιδρύσεώς της το 1922, η «Ελευθερία» και ο συντάκτης της Ευάγγελος Τσιρόπουλος υπερασπίζονταν με σθένος το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τα πύρινα άρθρα και τα φλογερά σχόλια του γέμιζαν συχνά την πρώτη σελίδα της εφημερίδας. Έτσι όταν οι βενιζελικοί έκαναν το κίνημα του 1935, ο Β. Ραπτοδήμος, διοικητής τότε του Β’ Σώματος Στρατού, η έδρα του οποίου είχε μετατεθεί από τη Λαμία στη Λάρισα, διέταξε να συλληφθεί ο Ευάγγελος Τσιρόπουλος και να κρατηθεί στα κελιά του Β’ Αστυνομικού Τμήματος, επειδή υποστήριζε δημοσιογραφικά το κίνημα.
Ο Θρασύβουλος Μακρής το 1947 αναφέρει ότι: "Από της 27ης Μαρτίου του έτους 1935 ήρχισεν εκδιδομένη νέα όλως καθημερινή εφημερίς, υπό την διεύθυνσιν του Ευαγγέλου Κ. Τσιροπούλου και υπό τον τίτλον «Νέα Ημέρα» με αρχάς ριζοσπαστικάς. Η εφημερίς αυτή υπήρξεν ολιγοχρόνιος, μη κατορθώσασα να διαδώση τας αρχάς της"[4].
Ο Ευάγγελος Τσιρόπουλος νυμφεύθηκε την Ελένη Τηλιού (1909-1979) από το Συκούριο, μία από τις κόρες του ευκατάστατου ζεύγους Νικολάου και Μαρίας Τηλιού. Το ζευγάρι απέκτησε το μοναδικό παιδί τους, τον χαρισματικό Κώστα Τσιρόπουλο (1930-2017)[5]. Ας δούμε πόσο όμορφα περιγράφει ο τελευταίος τη σκηνή της γέννησής του στο βιβλίο "Σκύλλα και Χάρυβδις": «Τι θυμάμαι από εκείνη τη σημαδιακή πρωία που ο πατέρας μου, άγρυπνος όλη νύχτα, άκουσε στο διπλανό δωμάτιο της οδού Ηπείρου, στη Λάρισα, την σπαραχτικά συρτή φωνή της μητέρας μου κι αμέσως τη φωνή του γιατρού “όλα καλά. Είναι αγόρι!”; Τίποτα. Εκείνος όμως σηκώθηκε αμέσως και μη βρίσκοντας ίσως την Αγία Γραφή, πήρε τρέμοντας ένα γαλάζιο μολύβι, άνοιξε τη μεγάλη καρυδένια ντουλάπα με τα ανάγλυφα στεφάνια κι' έγραψε στην πίσω όψη του θυρόφυλλου καλλιγραφικά: “Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 1930, ώρα 7.15 το πρωί”».
Η πάθησή του είχε αρχίσει ύπουλα μερικά χρόνια πριν τη διάγνωσή της. Η φωνή του είχε μια επίμονη βραχνάδα, η οποία αρχικά αποδόθηκε σε πυώδη αμυγδαλίτιδα και όταν μετά από καιρό, τον Αύγουστο του 1937, εξετάσθηκε από ειδικό, τον φυματιολόγο της Λάρισας Σωτήριο Καραγκούνη, διαπιστώθηκε ότι είχε προσβληθεί από φυματίωση πνευμόνων. Του συνέστησαν να εισαχθεί σε Σανατόριο και επειδή η περιοχή της Λάρισας δεν διέθετε, προτιμήθηκε το Σανατόριο που λειτουργούσε στη Μονή της Πέτρας, ένα μοναστήρι το οποίο βρίσκεται στους πρόποδες του βόρειου Ολύμπου κοντά στην Κατερίνη. Όμως η κατάστασή του δεν βελτιωνόταν και τελικά στα τελευταία του επέστρεψε στο σπίτι του στη Λάρισα, το οποίο βρισκόταν στην οδό Αγιάς. Ο Κώστας Τσιρόπουλος περιγράφει πώς έζησε ο ίδιος τις τελευταίες στιγμές του πατέρα του από το ίδιο βιβλίο "Σκύλλα και Χάρυβδις": «Ήμουνα παιδί εφτά χρονών τότε που μ’ απομάκρυναν από το σπίτι μας όπου κοιτόσουν άρρωστος, βαριά πλέον, και με οδήγησαν στο σπίτι των θείων μου[6]. Απ’ εκεί, χειμώνα καιρό, όταν ο μακαριστός θείος μου Δημήτριος επέστρεφε νύχτα από το σπίτι μας, φέρνοντας όλο και πιο πικρές ειδήσεις, παρακολούθησα με λίγες λέξεις το γλίστρημά σου στα χώματα, την παράδοση του νεαρού σώματός σου. Μόνο με λέξεις… Ήσουν 38 χρονών… Μόλις τον ακούγαμε να επιστρέφει, η θεία μου κι εγώ, ‒ κι' όσο αργούσε τόσο βουβαινόμασταν πλάι στην θερμάστρα ‒ βγαίναμε στον γεμάτο μπεγκόνιες και φύκους φαρδύ προθάλαμο του σπιτιού. Και η θεία, μη κρύβοντας πια την αγωνία της, τον ρωτούσε: “Τι νέα από τον Βαγγέλη;” Βαρύθυμος ο θείος Δημήτριος, δίνοντας στο κορίτσι του σπιτιού το καπέλο και το πανωφόρι του, αποκρινόταν: “Τα ίδια”. Επιστρέφαμε στο ζεστό δωμάτιο, στην τραπεζαρία. Άλλη μια νύχτα ζωής είχες, πατέρα, κερδίσει. Ένα βράδυ όμως, ήταν η 18η Φεβρουαρίου του 1938, ο θείος, πιο σκοτεινός από πριν αλλά όμοια ψύχραιμος, αποκρίθηκε στο ερώτημα της θείας: “Τελείωσε!”»[7].
Η εξόδιος ακολουθία έγινε την επομένη 19 Φεβρουαρίου στην εκκλησία της ενορίας τους, στους Αγίους Σαράντα, με μεγάλη επισημότητα. Ιδού πώς περιγράφει ο Κώστας Τσιρόπουλος τις στιγμές αυτές: «Βλέπω και τώρα, μετά από μισό και πλέον αιώνα, να προβάλλεται μέσα στον σκοτεινό θάλαμο της μνήμης μου η εικόνα ενός επτάχρονου… αγοριού εμπρός στους μεγάλους πρωτοσέλιδους τίτλους των εφημερίδων της πόλης μας που ανάγγελλαν και εξιστορούσαν μέσα σε ταινίες πένθους τον θάνατο του πατέρα μου»[8].
------------------------------------------------------
[1]. Στη ληξιαρχική πράξη θανάτου αναφέρεται ότι κατά τον θάνατό του ο Ευάγγελος Τσιρόπουλος ήταν 38 ετών. Το ίδιο και ο γιος του, ο συγγραφέας Κώστας Τσιρόπουλος στα γραπτά του, ενώ ορισμένα δημοσιεύματα τον φέρουν ως γεννηθέντα το 1899.
[2]. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Ευάγγελος Κ. Τσιρόπουλος (1898-1938). Αρχισυντάκτης και Διευθυντής της εφημερίδας "Ελευθερία", εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 17ης Σεπτεμβρίου 2017.
[3]. Περραιβός Κώστας, Ευάγγελος Κων. Τσιρόπουλος. Ένα από τα βασικά στελέχη της "Ελευθερίας". Ο πρώτος αρχισυντάκτης, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 19ης Δεκεμβρίου 1982.
[4]. Βλέπε: Μακρής Θρασύβουλος, Λαρισινές σελίδες, εφ. "Θεσσαλικά Νέα", Λάρισα, φύλλο της 28ης Μαρτίου 1947.
[5]. Πρόκειται για τον πολυτάλαντο νομικό, συγγραφέα ποιητικών, πεζογραφικών, δοκιμιακών και μεταφραστικών έργων, εκδότη του περιοδικού "Ευθύνη" και άτομο με πολλές και ποικίλες δραστηριότητες.
[6]. Θείοι του ήταν η Ελένη και ο Δημήτριος Σαμαράς. Η Ελένη "η αδελφή του πατέρα μου, αυστηρή διδασκάλισσα και η πρώτη κατηχήτρια στην πόλη όπου είδα το φως του κόσμου", όπως την περιγράφει ο ίδιος ο Κώστας Τσιρόπουλος. Το σπίτι των θείων του ήταν σε μια πάροδο της οδού Καραϊσκάκη, στη σημερινή οδό Γυμναστηρίου.
[7]. Η ληξιαρχική πράξη θανάτου συντάχθηκε από τον ιατρό Παύλο Πατσούκα, ο οποίος δήλωσε ότι ο θάνατος του Ευάγγελου Τσιρόπουλου επήλθε στο σπίτι του, το οποίο βρισκόταν επί της οδού Αγιάς, απέναντι από την κλινική του ιατρού Ριζόπουλου, στις 4 το απόγευμα από φυματίωση των πνευμόνων.
[8]. Από την εισαγωγή του Κώστα Τσιρόπουλου με τίτλο "Μελαγχολία, β’", σελ. 8-9, στα "Τελικά Κείμενα, Β’ τόμος, Κανονισμός Βίου", Αθήνα, Ιούνιος 1992. Στο σημείο αυτό θέλω να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως τον κ. Ιωάννη Κατσάρη, από την Αθήνα, φίλο και γείτονα εν ζωή του Κώστα Τσιρόπουλου, για όσα έκανε ώστε να έχει το σημερινό κείμενο μια προσωπική προσέγγιση του βίου του Ευάγγελου Τσιρόπουλου από τον γιο του.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com