Προφανώς, η χρήση γης υψηλής παραγωγικότητας για την εγκατάσταση Φ/Β πάρκων θα αυξήσει τον κίνδυνο της επισιτιστικής κρίσης. Η περιορισμένη στην Ελλάδα γεωργική καλλιεργήσιμη έκταση θα μειωθεί ακόμα περισσότερο και η κατάσταση στον πρωτογενή τομέα θα είναι δραματική κυρίως για τους αγρότες, οι οποίοι οδηγούνται στη φτωχοποίηση. Η νομοθεσία επιτρέπει εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στο 1% της αγροτικής γης υψηλής παραγωγικότητας. Στη Θεσσαλία σε έκταση 44.000 στρεμμάτων ήδη έχουν εγκατασταθεί φωτοβολταϊκά, που ήδη καλύπτουν το 91% της επιτρεπόμενης κάλυψης.
Για την αποφυγή της σπατάλης και τη διατήρηση της παραγωγικής γεωργικής γης η χρήση εγκαταλελειμμένων πρώην καλλιεργήσιμων εκτάσεων για την εγκατάσταση υποδομών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έχει μία λογική. Όπως έχει βάση και η εγκατάσταση Φ/Β πάνελ σε μικρές εκτάσεις αγροτικής γης, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος της χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά από τους αγρότες. Επίσης, μπορεί να επιτραπεί η εγκατάσταση Φ/Β στις εκτάσεις που έχουν επηρεαστεί σημαντικά από την απερήμωση, στα αβαθή λοφώδη εδάφη που είναι ακατάλληλα για βοσκότοπους και στα οποία η αποκατάστασή τους δεν είναι αναστρέψιμη. Άλλωστε, στην Ελλάδα οι εκτάσεις αυτές ανέρχονται σε αρκετά εκατομμύρια στρέμματα.
Η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σε καλλιεργούμενες εκτάσεις υψηλής παραγωγικότητας δεν είναι ευρέως αποδεκτή, ούτε στηρίζεται σε σοβαρά επιστημονικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται διεθνώς στην αξιολόγηση της ποιότητας γης. Υπάρχουν διάφορα ευρέως αποδεκτά συστήματα αξιολόγησης γαιών (π.χ. του FAO) για τα καλλιεργούμενα εδάφη που χρησιμοποιούνται από τη δεκαετία του ‘70 σε αρκετές χώρες. Εκτός από τα φωτοβολταϊκά πάρκα φαίνεται ότι το ΥΠΑΑΤ αγνοεί τις ενεργειακές καλλιέργειες οι οποίες παράγουν βιομάζα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για παραγωγή θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας, στην παραγωγή υγρών βιοκαυσίμων κ.ά. Δηλαδή μπορεί να αναπτυχθεί ένας τομέας ο οποίος προτείνει βιώσιμες διεξόδους προς τον αγροτικό κλάδο. Στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερα από 2.000.000 στρέμματα γεωργικής γης καλής ποιότητας, τα οποία έχουν αποσυρθεί από την καλλιέργεια. Με στοχευμένη αγροτική πολιτική μπορούν αρκετά από αυτά να ξανακαλλιεργηθούν για παραγωγή βιομάζας.
Οι εκτάσεις, οι οποίες λόγω αναδασμού είχαν χαρακτηριστεί ως γη υψηλής παραγωγικότητας, αποχαρακτηρίστηκαν με νομοθετική ρύθμιση (Ν. 5035/23-άρθρο 50), με το επιχείρημα ότι δεν ολοκληρώθηκαν τα έργα αναδασμού. Δηλαδή η Πολιτεία τιμωρεί τους αγρότες για την αδράνειά της. Επιπλέον, τον αποχαρακτηρισμό της γης υψηλής παραγωγικότητας θα αναλάβουν κάποιες επιτροπές των Περιφερειών.
Όλα τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται για τη διευκόλυνση του ξεπουλήματος της γης υψηλής παραγωγικότητας στους διάφορους «επενδυτές» σίγουρα θα κληθεί να τα αντιμετωπίσει η Ελλάδα στα αρμόδια Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ίδιο θα συμβεί και από τη μη εφαρμογή της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την υγεία των εδαφών.
Δεδομένου του στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου η Ευρώπη να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε μια σειρά μέτρων για μια πράσινη Ευρώπη. Μεγάλο ποσοστό των εδαφών της Ε.Ε. υπόκειται σήμερα σε μη βιώσιμες πρακτικές διαχείρισης, διακινδυνεύοντας την υγεία των εδαφών της Ένωσης. H Γενική Διεύθυνση Έρευνας και Καινοτομίας της Ε.Ε. (2020) ανακοίνωσε ότι το 60–70% των εδαφών της Ε.Ε. βρίσκονται σε μη υγιή κατάσταση. Υπολογίστηκε ότι το 13% των εδαφών υποφέρει από σοβαρή διάβρωση, ενώ κάθε χρόνο τα εδάφη χάνουν 7,4 εκατομμύρια τόνους άνθρακα λόγω μη βιώσιμης διαχείρισης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2018). Η ευρωπαϊκή στρατηγική προτείνει συγκεκριμένες δράσεις για τον μετριασμό της κλιματικής κρίσης, την ανάπτυξη κυκλικής οικονομίας, την αντιστροφή της απώλειας βιοποικιλότητας, την καταπολέμηση της απερήμωσης και την αποκατάσταση του εδάφους, όπου αυτό είναι δυνατόν.
Βέβαια, ο στόχος για υγιή εδάφη στα κράτη μέλη της Ε.Ε. πρέπει να τεκμηριωθεί με δείκτες που βασίζονται σε αξιόπιστα δεδομένα. Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη στην εφαρμογή της στρατηγικής για το έδαφος και πρέπει να εγκαταστήσει και να στελεχώσει Παρατηρητήριο Εδάφους για τη συστηματική παρακολούθηση των δεικτών ποιότητας, αφού πρώτα αξιολογηθεί η υγεία των εδαφών. Στη συνέχεια πρέπει να γίνει η σύνταξη χαρτών ποιότητας γης και η οριοθέτηση της γης σε κλάσεις παραγωγικότητας. Ίσως, είναι μια αποτελεσματική πρωτοβουλία και ο μοναδικός τρόπος για τον περιορισμό της βουλιμίας ορισμένων «εμπόρων» πράσινης ενέργειας.
* Ο Θεόδ. Καρυώτης υπηρέτησε ως σύμβουλος στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.