«Η πεποίθηση ότι τα παιδιά που έχουν θηλάσει έχουν γνωστικά πλεονεκτήματα αποτελεί θέμα συζήτησης για πάνω από ένα αιώνα», εξηγεί η Δρ Λίσα-Κριστιν Τζεραρντ, από το Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου.
Η ερευνήτρια και οι συνεργάτες της επανεξέτασαν στοιχεία από μακροπρόθεσμη μελέτη που αφορούσε σχεδόν 8.000 ιρλανδικές οικογένειες. Η πλειοψηφία των παιδιών είχαν θηλάσει για κάποιο χρονικό διάστημα.
Η επιστημονική ομάδα παρατήρησε ότι παιδιά τριών και πέντε ετών που είχαν θηλάσει, είχαν όντως υψηλότερο σκορ σε γλωσσικά τεστ και τεστ επίλυσης προβλημάτων, ενώ είχαν επίσης και λιγότερα συμπεριφορά προβλήματα, βάσει των αξιολογήσεων των γονιών τους.
Αλλά τα χαρακτηριστικά αυτά αποδίδονται σε άλλους παράγοντες, όπως το μορφωτικό επίπεδο της μητέρας και την κοινωνική κατάσταση της οικογένειας συνολικά.
Ο θηλασμός σχετίστηκε ωστόσο με λιγότερα προβλήματα υπερκινητικότητας σε ηλικία τριών ετών, αν και αυτή η επίδραση είχε εξαφανιστεί στην ηλικία των πέντε ετών.
«Αν και δεν είναι η τελευταία κουβέντα της επιστήμης για τον μητρικό θηλασμό, είναι πραγματική πρόκληση να προσπαθούμε να εξαλείψουμε τις επιπτώσεις του θηλασμού, per se, από όλους τους άλλους παράγοντες που επηρεάζουν κάτι τόσο περίπλοκο, όπως η ανάπτυξη του παιδιού», επισημαίνει η Δρ Τζεραρντ.
Πάντως, στις ανεπτυγμένες χώρες υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις γυναίκες που θηλάζουν και σε κείνες που δεν θηλάζουν. Οι πρώτες είναι μορφωμένες και δεν εμπλέκονται συνήθως σε επικίνδυνες συμπεριφορές κατά την κύηση.
Ο μητρικός θηλασμός έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλει στην προστασία των νεογνών από αναπνευστικές παθήσεις, ακουστικές λοιμώξεις και διάρροια, ενώ μακροπρόθεσμα συντελεί σε μικρότερο κίνδυνο εκδήλωσης άσθματος και παχυσαρκίας στα παιδιά και μικρότερο κίνδυνο καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών στις γυναίκες.