Η υπερβολική όμως κατανάλωση αλκοόλ «πληρώνεται» την επόμενη ημέρα, όταν το άτομο βιώνει την εμπειρία διαφόρων ανεπιθύμητων παρενεργειών ή επιδράσεων, που σχετίζονται με την προηγηθείσα υπερκατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών και που εκδηλώνονται με την εμφάνιση ποικίλων συμπτωμάτων, τα οποία περιλαμβάνονται στον όρο hangover (after drinking = μετά το ποτό). Δεν βρέθηκε Ελληνική λέξη, η οποία θα μπορούσε να αποδώσει απόλυτα την έννοια του όρου hangover.
Αρχικά η λέξη hangover χρησιμοποιήθηκε τον 19ο αιώνα για να περιγράψει την ανεκπλήρωτη εργασία. Η έννοια «σύνδρομο επόμενης ημέρας οινοπνευματοποσίας» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1904.
Συμπτωματολογία: Τα πιο συνήθη συμπτώματα, που αισθάνεται το άτομο, είναι: κεφαλαλγία, ζάλη, έντονη δίψα, ναυτία, ενδεχομένως και εμετοί, σιελόρροια , υπερευαισθησία στο φως και στο θόρυβο, καθώς και διαταραχές του ύπνου και έλλειψη διάθεσης. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, δυνατόν να συνυπάρχουν: διάρροια, έντονη καταβολή δυνάμεων, αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, αδυναμία συγκέντρωσης, διαταραχές συνειδήσεως, καταθλιπτική συνδρομή και υπνηλία, που μπορεί να φθάσει μέχρι και λήθαργο.
Aιτιολογία: Δεν είναι απολύτως γνωστός ο μηχανισμός με τον οποίο προκαλείται το hangover. Παρά ταύτα, ο εν λόγω μηχανισμός θεωρείται πολυπαραγοντικός και δεν σχετίζεται μόνο με την ποσότητα του καταναλισκόμενου αλκοόλ.
Βασικά αίτια της εκδήλωσης του hangover είναι: α) Η αφυδάτωση, ως αποτέλεσμα της διουρητικής δράσης του αλκοόλ. Γι’ αυτό και η εμφάνισή του συνδυάζεται με ξηροστομία και μια δυσάρεστη γεύση στο στόμα. Κατά την αυξημένη διούρηση, πλην της απώλειας ύδατος, έχομε και απώλεια χρήσιμων ηλεκτρολυτών, όπως π.χ. κάλιο και μαγνήσιο. Η αφυδάτωση είναι η κύρια αιτία της κεφαλαλγίας, της κόπωσης , της δίψας και του λήθαργου. Η βλαπτική επίδραση του αλκοόλ στο στομάχι ευθύνεται για τη ναυτία και τους εμετούς, που επιδεινώνουν την αφυδάτωση, καθώς επίσης και για τη σιελόρροια. β) Η υπογλυκαιμία. Κατά τον μεταβολισμό της αιθανόλης από τα ηπατικά ένζυμα μειώνεται η γλυκονεογένεση στο ήπαρ. Παράλληλα, το αλκοόλ προκαλεί μεγάλη έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας. Αποτέλεσμα του συνδυασμού αυτών των διαδικασιών είναι η εκδήλωση υπογλυκαιμίας. Η έλλειψη γλυκόζης στο αίμα είναι υπεύθυνη για τις διαταραχές του επιπέδου συνείδησης, την εύκολη κόπωση και την έλλειψη διάθεσης, καθότι η γλυκόζη αποτελεί την κύρια πηγή ενέργειας του εγκεφάλου. γ) Η δηλητηρίαση από αιθανόλη. Τα προϊόντα διάσπασης της αιθανόλης από τα ηπατικά ένζυμα είναι τοξικά, όπως π.χ. η ακεταλδεϋδη, η οποία ευθύνεται για την έντονη εφίδρωση, τη ναυτία και τους εμετούς. δ) Η μείωση των επιπέδων των βιταμινών του συμπλέγματος Β (Β6, Β12), λόγω της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ.
Επιπλέον, σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση των συμπτωμάτων του hangover παίζουν οι διάφορες προσμίξεις, όπως π.χ. η μεθανόλη, οι αλδεϋδες, οι τανίνες κτλ, που περιέχονται στα οινοπνευματώδη ποτά, ως αποτέλεσμα κυρίως της διαδικασίας απόσταξης. Η μεθανόλη π.χ., γνωστή και ως ξυλόπνευμα, μεταβολίζεται προς φορμαλδεϋδη και φορμικό οξύ, προκαλώντας μεταβολική οξέωση, η οποία μπορεί να απειλήσει τη ζωή. Επίσης, διάφορες ουσίες που χρησιμοποιούνται για να γλυκάνουν ή να βελτιώσουν τη γεύση των οινοπνευματωδών ποτών, πιθανόν να εντείνουν τα συμπτώματα του hangover, λόγω της τοξικότητάς τους.
Σημαντικό ρόλο στην όλη διαδικασία και στην βαρύτητα των ανεπιθύμητων ενεργειών των οινοπνευματωδών ποτών παίζουν ακόμη: α) η κατανάλωσή τους με άδειο στομάχι, β) η αϋπνία, γ) η φυσική δραστηριότητα κατά τη μέθη και δ) η όλη γενική κατάσταση της σωματικής και ψυχικής υγείας του ατόμου.
Παρά το γεγονός ότι η ιδιοσυγκρασία του ατόμου, υπό την έννοια της επαγωγής των ενζύμων που μεταβολίζουν το αλκοόλ, διαφοροποιεί την επίδραση του ποτού στον ανθρώπινο οργανισμό, ως σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου παραμένει η ποσότητα του αλκοόλ που καταναλώνεται. Τα συμπτώματα του hangover διαρκούν από μερικές ώρες μέχρι και 2 - 3 ημέρες μετά την τελευταία κατανάλωση αλκοόλ.
Πρόληψη: Στα κυριότερα προληπτικά μέτρα, για την αποτροπή της εκδήλωσης του hangover, περιλαμβάνονται: α) Η αποφυγή κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών με άδειο στομάχι. Η ύπαρξη τροφής επιβραδύνει την απορρόφηση του αλκοόλ. β) Η αποφυγή κατανάλωσης μεγάλης ποσότητας αλκοόλ σε μικρό χρονικό διάστημα. Το αλκοόλ μεταβολίζεται με συγκεκριμένο ρυθμό στο ήπαρ (περίπου ένα μπουκάλι μπύρα ή ένα ποτήρι κρασί την ώρα). γ) Η λήψη αρκετών υγρών πριν την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών ή κατά τη διάρκεια της διασκέδασης. Έτσι, πέρα από την πρόληψη της αφυδάτωσης, επιβραδύνεται και ο ρυθμός της κατανάλωσης του οινοπνεύματος, με αποτέλεσμα να δίνεται η δυνατότητα μεταβολισμού του, πριν συσσωρευτεί στον οργανισμό. ε) Η επιλογή του είδους του ποτού. Το είδος του ποτού, που καταναλώνεται, επηρεάζει σαφώς τις πιθανότητες, το άτομο να βρεθεί το επόμενο πρωϊνό με hangover. Τα λευκά ή «καθαρά » ποτά (π.χ. λευκό κρασί) είναι λιγότερο επικίνδυνα, σε σχέση με ορισμένα σκουρόχρωμα ποτά (π.χ. ουϊσκι, κονιάκ, τεκίλα). στ) Η επίγνωση, εκ μέρους των γυναικών, ότι βιολογικά είναι πιο ευάλωτες στην επίδραση του αλκοόλ, σε σχέση προς τους άνδρες. Γι’ αυτό, δεν πρέπει να τους ανταγωνίζονται στην κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών.
Αντιμετώπιση: Δεν υπάρχουν συνταγές θεραπευτικής αντιμετώπισης του hangover. To μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε, μέχρις ότου ο οργανισμός μεταβολίσει το αλκοόλ που καταναλώθηκε.
Η αντιμετώπιση του hangover είναι καθαρά συμπτωματική και συνίσταται: 1) στην εξασφάλιση επαρκούς ύπνου στον ασθενή, 2) στην κατανάλωση εκ μέρους του ικανής ποσότητας ύδατος, άλλων υγρών με ηλεκτρολύτες, καθώς και χυμών φρούτων, 3) στην αποφυγή λήψης καφέ, λόγω της διουρητικής του δράσης, που επιτείνει την αφυδάτωση, 4) στη λήψη αντιόξινων ή αντιεκκριτικών φαρμάκων (PPI’s), που περιορίζουν τα στομαχικά ενοχλήματα, 5) στη λήψη ήπιων αναλγητικών σκευασμάτων για την αντιμετώπιση της κεφαλαλγίας, 6) στη λήψη ελαφρών γευμάτων, αλλά πλούσιων σε πρωτεϊνες και υδατάνθρακες (π.χ. φρυγανισμένο ψωμί με μέλι ή αβγά, που περιέχουν κυστεϊνη, που βοηθά στην αποτοξίνωση του οργανισμού) και 6) στη χορήγηση βιταμινούχων συμπληρωμάτων, - κυρίως βιταμινών του συμπλέγματος Β -, μαζί με αμινοξέα.
Τέλος, αν τα συμπτώματα είναι πολύ έντονα και αντί να βελτιώνονται χειροτερεύουν ή επιμένουν επί μεγάλο χρονικό διάστημα, επιβάλλεται η αναζήτηση ιατρικής βοήθειας.
Ο δρ. Αργύρης Β. Ντόβας είναι τ. διευθυντής Β’ Παθολογικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας και Παθολογικής Κλινικής ΕΣΥ Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας